Wednesday, April 6, 2011

Με αφορμή τον δίσκο του Ulrich Schnauss “Α Strangely Isolated Place”


Χθες βράδυ έλαβα στο μέηλ μου το παρακάτω κείμενο απο τον Γάκη. Όπως κάθε φορά, το παραθέτω αυτούσιο.

Ξεμπέρδεψε τα καλώδια του mp3. Για την ακρίβεια τα ξεμπέρδευε για ώρα. Το εκλάμβανε πάντα σαν προετοιμασία του επόμενου βήματος του που ήταν να πατήσει το play. Η τεχνολογία για ακόμη μια φορά τον είχε ξεπεράσει αλλά ελάχιστα τον ενδιέφερε. Αγαπούσε τη σπασμένη οθόνη και τα μπερδεμένα καλώδια περισσότερο από οποιοδήποτε καινούριο, ψυχρό τεχνολογικό κατασκεύασμα. Το δέσιμο του με την ύλη είχε οπωσδήποτε ιδεαλιστικές καταβολές.

Η σκέψη του αυτή άρχισε να διογκώνεται σαν αφρός σιλικόνης στο κεφάλι του. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και όλοι έτρεχαν να κάνουν τα τελευταία ψώνια. Κρατούσε και αυτός μια χαριτωμένη ροζ στολή ραδιενέργειας που είχε πάρει για το ανιψάκι του.

Η τεραστίων διαστάσεων φωτεινή πινακίδα έτοιμη να ανάψει την κατάλληλη στιγμή δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας. Ήταν όντως παραμονή πρωτοχρονιάς του 2030. Είχε σχεδόν ξεχάσει το πέρασμα του χρόνου πριν έρθει αντιμέτωπος με την εν λόγω πινακίδα. Το πρωί είχε αποφασίσει να αφαιρέσει στο ξύρισμα τις αγαπημένες του φαβορίτες στην προσπάθεια να λιγοστέψουν οι λευκές τρίχες του προσώπου του. Κοντοστεκόταν σε οποιαδήποτε ανακλαστική επιφάνεια συναντούσε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως έδειχνε λιγότερο γερασμένος.

Οι σειρήνες για πολλοστή φορά την τελευταία βδομάδα άρχισαν να ουρλιάζουν. Πανικόβλητος κόσμος κρατώντας σφιχτά τις τσάντες των αγορών στα χέρια, έτρεξε να βρει καταφύγιο σε υπόστεγα και μαγαζιά. Μια ακόμα όξινη βροχή είχε αρχίσει το καθοδικό της ταξίδι προς την άρρωστη άσφαλτο. Αυτή τη φορά θεώρησε πως είναι εξαιρετικά μάταιο να στριμωχτεί και αυτός κάτω από τα υπόστεγα. Είχε άλλωστε μόλις ξεμπερδέψει τα ακουστικά. Τα έβαλε στα αυτιά του και άναψε τσιγάρο.

Ulrich Schnauss. Ποιος να τον θυμόταν τώρα πια; Ήξερε πως στον ολοένα συρρικνούμενο ανθρώπινο πολιτισμό η μουσική αποτελούσε πολυτέλεια. Πόσο μάλλον ένας άγνωστος τύπος από μια πόλη που κάποτε λεγόταν Kiel. Ένα κρύο, ομιχλώδες λιμάνι της Βαλτικής με την παγκόσμια μελαγχολία να βαραίνει τις πλάτες του. Ο Ulrich σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μιας ξεχασμένης πόλης, του φαινόταν σαν φιγούρα πιο οικεία από ποτέ. Α Strangely Isolated Place.

H μουσική του εξαιρετικά διακριτική, σπάνια μπορούσε να επιβληθεί πάνω στου θορύβους της πόλης. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο σαν μαλακό υπόστρωμα που πάνω του ξάπλωναν σκέψεις, ήχοι και εικόνες και έπαιρναν νέα μορφή. Η μουσική του είχε όμως και αυτή τη γαμημένη δύναμη της υπομονής. Τη δύναμη αυτή που τη συναντά κανείς στα σωθικά του Προμηθέα, στις επαναλαμβανόμενες σταγόνες που τελικά τρυπούν το μάρμαρο και σε αυτούς που προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο κρατώντας πέτρες απέναντι σε πολυβόλα.

Το τσιγάρο του είχε νοτίσει από τη βροχή. Σιχάθηκε και το πέταξε. Από πίσω του ακούστηκε μια φωνή σε απόγνωση: «Που πάτε κύριε; H βροχή είναι όξινη. Δεν ακούσατε τις σειρήνες;» Αύξησε κι άλλο την ένταση. Ακουγόταν  τώρα καθαρά σε σχέση με τους εξωτερικούς ήχους το In all the wrong places. Ένιωθε τη μουσική σαν βιτριόλι που κυλά στις φωνητικές του χορδές και τις καίει. Κάθε ανάγκη για να μιλήσει είχε εξαφανιστεί.

Μια ψυχωτική αισιοδοξία σχηματίστηκε στους νευρώνες του εγκεφάλου του βλέποντας ότι ο πολιτισμός που του επέβαλαν να αγαπάει κρατιέται στη ζωή μόνο με μηχανική υποστήριξη. Όση παρακεταμόλη και να καταναλωνόταν πια δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον πόνο της ύπαρξης. Μπορούσε επιτέλους να απολαύσει αυτόν τον δίσκο με λιγότερες ψευδαισθήσεις.

Μπήκε στο λεωφορείο της γραμμής. Σε μισή ώρα ήταν σπίτι του. Έβαλε τα μουσκεμένα ρούχα σε πλαστική σακούλα όπως τον είχε προειδοποιήσει το ανακοινωθέν της κυβέρνησης. Έβαλε τις παντόφλες του και κάθισε στον καναπέ να χαζέψει το πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμα. Σε λίγο πλησίαζε 12.  2030 και ακόμα συνεχίζει να υπάρχει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.


Γάκης



2 comments: