Monday, April 25, 2011

Κι όμως, ανανεώνεται που και πού...

Συνειδητοποίησα σήμερα πως το τελευταίο ποστ ανέβηκε 20 μέρες πριν. Δεν το λες και μικρό διάστημα για τα ιντερνετικά δεδομένα. Ώρα για ενα μικρό update λοιπόν.




Συνέβησαν αρκετά μέσα σ' αυτό το διάστημα. Καταρχάς έλαβε χώρα το ανυπέρβλητο, επικό λάιβ των Swans που μου βιάσε (επανειλλημένα) το μυαλό σε βαθμό που θεωρούσα πλέον ανέφικτο. Μετά το τέλος του σχεδόν δίωρου σέτ ένιωθα σαν εκείνο τον μάλλον τρομακτικό τύπο στα χαρακώματα της γέφυρας Do Long στο Apocalypse Now, με το περιδέραιο απο δόντια. Που τον ρωτάει ο Martin Sheen, 'Soldier, do you know who's in command here?' κι αυτός ατάραχος, με ενα κενό βλέμμα στα κοκκινισμένα του μάτια του απαντά απλά 'Yeah.', ενώ τα mortar των Vietcong σκάνε παντού ολόγυρα. Κάθε κομμάτι, κάθε νότα, ήταν γροθιά στο στομάχι - και με ήχο τσούκι (look it up). Στο 'Sex, God, Sex' ο Gira, μοιάζοντας επικίνδυνα με ψυχασθενή ιεροκύρηκα, νομιζω κόντεψε να με κάνει να νιώσω το equivalent θρησκευτικής εμπειρίας. Δεν θα μακρυγορήσω άλλο. Ο Raggedy Man για ακόμα μια φορά δίνει ρέστα, περιγράφοντας εδώ την κατανυκτική εμπειρία εκείνης της βραδίας με τον τρόπο που της αρμόζει. Εκτός απροόπτου, νομίζω οτι μπορούμε να μιλάμε με σιγουριά για το live της χρονιάς.
Γενικά συναυλιακά το 2011 πάει γαμώ μέχρι στιγμής. Πέραν της -on another level- εμφάνισης των Swans, ξεχωρίζω την λαιβάρα των Electric Wizard. Είναι μεγάλη μπάντα ρε γαμώτο. Τεράστια. Και το απέδειξαν εκείνο το βράδυ του Σαββάτου στο Gagarin με το παραπάνω. Άψογο σέτλιστ, απίστευτος ήχος-αμόνι ACME (τουλάχιστον απο κεί που καθόμουν), ενέργεια τρελή, πως να το πω, fun ρε, ο ορισμός του balls-out fun live. Το βαρύ κι ασήκωτο groovίζων doom της μπάντας συνόδευαν sexploitation films των δεκαετιών '60-'70 που προβάλλονταν καθ' όλη την διάρκεια. Ως επι το πλείστον μου την σπάνε οι βιντεοπροβολές σε συναυλίες, ειδικά οταν θυμίζουν απάλευτα video art τύπου Booze (Red Sparowes, εσάς κοιτάζω!) αλλά σ' αυτή την περίπτωση βγάζω το καπέλο μου στην μπάντα. Δηλαδή θα το έβγαζα, αν φορούσα. Φυσικά οι Electric Wizard δίχως ψυχεδελικές ουσίες είναι σαν διαμέρισμα δίχως μπαλκόνι, και το κοινό είχε φροντίσει όχι απλώς για μπαλκόνι αλλά για παράνομο ημιυπαίθριο: ποτέ άλλωτε δεν έχει παίξει τέτοιο ντουμάνι μέσα στο Gagarin. Και επεισόδια 'Ρετιρέ' να έπαιζαν πίσω απ' την μπάντα δεν νομίζω να είχε πρόβλημα κανείς. Για την ακρίβεια, ο κόσμος δεν έλεγε να σπάσει μετά το τέλος του σετ, οπότε τα παλικάρια (και η cool τύπισσα) απ' το Dorset βγήκανε για encore και μας αποτελείωσαν με το επικό Funeralopolis. Κι ο Jus που λογικά θα του 'χε σπάσει η μύτη εκει μέσα, έσκασε κι ένα δίφυλλο, έτσι για το καλό. Good High times.





Πέραν των συναυλιών, και μένοντας στα μουσικά, ομολογώ οτι σαν μαλάκας τόσο καιρό αγνοούσα την ιδιοφυία του Jerome Reuter, ή αλλιώς Rome. Είχα ακούσει διάσπαρτα κομμάτια απο δω κι απο κει, αλλά κάτι το Λουξεμβούργο που σαν χώρα προέλευσης φέρνει άσχημους συνειρμούς (Eurovision κλπ.), κάτι το υπερβολικά goth fanbase, δεν είχα αξιωθεί να διερευνήσω περαιτέρω την φάση του (δηλαδή να κατεβάσω ν' ακούσω ένα άλμπουμ στην εντέλειά του). Έ, μετά απο φιλική παρότρυνση, το έκανα. Κι έπαθα πλάκα. Πέντε άλμπουμ, όλα διαμάντια. Το 'Flowers From Exile' του 2009 είναι αυτό που έχω λιώσει περισσότερο και αυτό που προτείνω για πρώτη ακρόαση. Αριστούργημα με θεματολογία απ' τον Ισπανικό Εμφύλιο. Neofolk ta life, ρε!




Αυτά τα ολίγα μέχρι στιγμής. Κάποια στιγμή πρέπει να αξιωθώ να γράψω και για το Portal 2 που είναι απλά συγκλονιστικό. Αλλά πρέπει να το τερματίσω 2-3 φορές ακόμα.

Wednesday, April 6, 2011

Με αφορμή τον δίσκο του Ulrich Schnauss “Α Strangely Isolated Place”


Χθες βράδυ έλαβα στο μέηλ μου το παρακάτω κείμενο απο τον Γάκη. Όπως κάθε φορά, το παραθέτω αυτούσιο.

Ξεμπέρδεψε τα καλώδια του mp3. Για την ακρίβεια τα ξεμπέρδευε για ώρα. Το εκλάμβανε πάντα σαν προετοιμασία του επόμενου βήματος του που ήταν να πατήσει το play. Η τεχνολογία για ακόμη μια φορά τον είχε ξεπεράσει αλλά ελάχιστα τον ενδιέφερε. Αγαπούσε τη σπασμένη οθόνη και τα μπερδεμένα καλώδια περισσότερο από οποιοδήποτε καινούριο, ψυχρό τεχνολογικό κατασκεύασμα. Το δέσιμο του με την ύλη είχε οπωσδήποτε ιδεαλιστικές καταβολές.

Η σκέψη του αυτή άρχισε να διογκώνεται σαν αφρός σιλικόνης στο κεφάλι του. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και όλοι έτρεχαν να κάνουν τα τελευταία ψώνια. Κρατούσε και αυτός μια χαριτωμένη ροζ στολή ραδιενέργειας που είχε πάρει για το ανιψάκι του.

Η τεραστίων διαστάσεων φωτεινή πινακίδα έτοιμη να ανάψει την κατάλληλη στιγμή δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας. Ήταν όντως παραμονή πρωτοχρονιάς του 2030. Είχε σχεδόν ξεχάσει το πέρασμα του χρόνου πριν έρθει αντιμέτωπος με την εν λόγω πινακίδα. Το πρωί είχε αποφασίσει να αφαιρέσει στο ξύρισμα τις αγαπημένες του φαβορίτες στην προσπάθεια να λιγοστέψουν οι λευκές τρίχες του προσώπου του. Κοντοστεκόταν σε οποιαδήποτε ανακλαστική επιφάνεια συναντούσε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως έδειχνε λιγότερο γερασμένος.

Οι σειρήνες για πολλοστή φορά την τελευταία βδομάδα άρχισαν να ουρλιάζουν. Πανικόβλητος κόσμος κρατώντας σφιχτά τις τσάντες των αγορών στα χέρια, έτρεξε να βρει καταφύγιο σε υπόστεγα και μαγαζιά. Μια ακόμα όξινη βροχή είχε αρχίσει το καθοδικό της ταξίδι προς την άρρωστη άσφαλτο. Αυτή τη φορά θεώρησε πως είναι εξαιρετικά μάταιο να στριμωχτεί και αυτός κάτω από τα υπόστεγα. Είχε άλλωστε μόλις ξεμπερδέψει τα ακουστικά. Τα έβαλε στα αυτιά του και άναψε τσιγάρο.

Ulrich Schnauss. Ποιος να τον θυμόταν τώρα πια; Ήξερε πως στον ολοένα συρρικνούμενο ανθρώπινο πολιτισμό η μουσική αποτελούσε πολυτέλεια. Πόσο μάλλον ένας άγνωστος τύπος από μια πόλη που κάποτε λεγόταν Kiel. Ένα κρύο, ομιχλώδες λιμάνι της Βαλτικής με την παγκόσμια μελαγχολία να βαραίνει τις πλάτες του. Ο Ulrich σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μιας ξεχασμένης πόλης, του φαινόταν σαν φιγούρα πιο οικεία από ποτέ. Α Strangely Isolated Place.

H μουσική του εξαιρετικά διακριτική, σπάνια μπορούσε να επιβληθεί πάνω στου θορύβους της πόλης. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο σαν μαλακό υπόστρωμα που πάνω του ξάπλωναν σκέψεις, ήχοι και εικόνες και έπαιρναν νέα μορφή. Η μουσική του είχε όμως και αυτή τη γαμημένη δύναμη της υπομονής. Τη δύναμη αυτή που τη συναντά κανείς στα σωθικά του Προμηθέα, στις επαναλαμβανόμενες σταγόνες που τελικά τρυπούν το μάρμαρο και σε αυτούς που προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο κρατώντας πέτρες απέναντι σε πολυβόλα.

Το τσιγάρο του είχε νοτίσει από τη βροχή. Σιχάθηκε και το πέταξε. Από πίσω του ακούστηκε μια φωνή σε απόγνωση: «Που πάτε κύριε; H βροχή είναι όξινη. Δεν ακούσατε τις σειρήνες;» Αύξησε κι άλλο την ένταση. Ακουγόταν  τώρα καθαρά σε σχέση με τους εξωτερικούς ήχους το In all the wrong places. Ένιωθε τη μουσική σαν βιτριόλι που κυλά στις φωνητικές του χορδές και τις καίει. Κάθε ανάγκη για να μιλήσει είχε εξαφανιστεί.

Μια ψυχωτική αισιοδοξία σχηματίστηκε στους νευρώνες του εγκεφάλου του βλέποντας ότι ο πολιτισμός που του επέβαλαν να αγαπάει κρατιέται στη ζωή μόνο με μηχανική υποστήριξη. Όση παρακεταμόλη και να καταναλωνόταν πια δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον πόνο της ύπαρξης. Μπορούσε επιτέλους να απολαύσει αυτόν τον δίσκο με λιγότερες ψευδαισθήσεις.

Μπήκε στο λεωφορείο της γραμμής. Σε μισή ώρα ήταν σπίτι του. Έβαλε τα μουσκεμένα ρούχα σε πλαστική σακούλα όπως τον είχε προειδοποιήσει το ανακοινωθέν της κυβέρνησης. Έβαλε τις παντόφλες του και κάθισε στον καναπέ να χαζέψει το πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμα. Σε λίγο πλησίαζε 12.  2030 και ακόμα συνεχίζει να υπάρχει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.


Γάκης



Tuesday, April 5, 2011

Crystal Stilts - In Love With Oblivion


Έκανα μια αναδιαμόρφωση, ας πούμε, του δωματίου μου πριν μερικές μέρες. Χμμ... Το 'αναδιαμόρφωση' ακούγεται υπερβολικά σοβαρό. Βασικά έφτιαξα μερικές στοίβες απο πράγματα γκρεμίζοντας κάποιες παλιότερες. Μερικοί μετακινούν τα έπιπλα, εγώ εγείρω στοίβες. Η διαδικασία αυτή γίνεται σπάνια και είναι συνήθως επίπονη αλλά ποτέ άκαρπη: που και πού φέρνει στην επιφάνεια αντικείμενα απο το μακρινό παρελθόν της νιότης μου. Αυτή την φορά οι ανασκαφές ξέθαψαν ενα γαμηστερό επετειακό τεύχος-ανθολογία του 'Amazing Stories'.

Μιλάμε για τεράστια λατρεία, σε βαθμό ψυχιατρικό ίσως. Μαζί με το 'Asimov's Science Fiction', τα short story collections των Clarke, Asimov, Elison, Le Guin κλπ. και μια ξεφτισμένη, βγαλμένη απ' τα βάθη της δεκαετίας του '70 κόπια του 'Ανθολογία Σοβιετικής Επιστημονικής Φαντασίας' των εκδόσεων Κάκτος (!) την οποία είχα ανακαλύψει στην βιβλιοθήκη των γονιών μου δίπλα σε κάτι κόμικ του Milo Manara, το 'Amazing Stories' κατανάλωσε τεράστιο αριθμό ωρών απ' την μάλλον μοναχική μου εφηβεία. Οριακά περισσότερο απ' οτι τα κόμικ του Manara.

Πέραν των hard scifi ιστοριών, το περιοδικό αυτό φιλοξενούσε και πιο ανάλαφρες, πιο pulp αν θέλετε, ιστορίες. Μπορεί να μην το παραδεχόμουν τότε για να μην χάσω το nerd cred, αλλά η αλήθεια είναι οτι τις λάτρευα. Στην συλλογή που ξέθαψα λοιπόν, με τον μάλλον αδιάφορο τίτλο 'More Amazing Stories', υπήρχε μεταξύ άλλων ένα απίστευτο short story με τίτλο 'Eat at Joe's' κάποιου κύριου Kiel Stewart. Ο τίτλος προιδεάζει για κάτι γαμάτο, και ο Stewart δεν απογοητεύει.

Η ιστορία αυτή ξεκινά σ' ένα παρακμιακό Αμερικάνικο diner, ξέρετε, το κλασσικό στερεότυπο με τα κόκκινα καθίσματα, την σερβιτόρα που προτείνει πάντα το 'special' και τους 4-5 σταθερούς θαμώνες οι οποίοι καρφώνουν επίμονα τον οποιοδήποτε ξένο τολμήσει να πατήσει το πόδι του εντός του establishment. Ένας απ' αυτούς τους locals λοιπόν, ζητώντας ένα refill της κούπας του με καφέ, ξεκινά να αφηγείται στους φίλους του το πώς μερικές ώρες πριν είδε με τα ίδια του τα μάτια το νεκρό απ' την δεκαετία του '80 είδωλό του, τον Roy Orbison.

Ας είμαστε ειλικρινείς: πάντα υπήρχε κάτι περίεργο στον Roy Orbison. Διόρθωση: κάτι περίεργα γαμάτο. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο, αξίζει να διαβάσει κανείς την ιστορία, λίγες σελίδες είναι εξάλλου, και ADD να 'χεις θα τα βγάλεις πέρα. Τώρα θα μου πείτε, τι σχέση έχουν όλα αυτά με το τελευταίο πόνημα των Crystal Stilts... και θα χετε δίκιο.

Ειλικρινά, δεν μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα. Αυτό που μπορώ να πώ με σιγουριά είναι οτι ακούγοντας το 'In Love With Oblivion', η ιστορία αυτή έσκασε στο μυαλό μου σαν να μην είχε περάσει ούτε μέρα, παρά το γεγονός οτι διαμεσολαβούσαν 15 περίπου χρόνια απ' την τελευταία φορά που την διάβασα. Ίσως φταίει το εξώφυλλο ή οι τίτλοι των κομματιών ή η κολασμένη, προερχόμενη  απ' τον άλλο κόσμο φωνή του frontman Brad Hargett, ίσως πάλι φταίει η διάχυτη 'double feature, science fiction' νοσταλγική ατμόσφαιρα που αποπνέει ο ήχος τους - πραγματικά δεν ξέρω.

Ακούγοντας τον δίσκο νομίζεις οτι βρίσκεσαι σε παρακμιακό drive-in, καθισμένος στο λευκό, δερμάτινο κάθισμα μιας Buick του '58 μ' ένα τεράστιο κουτί βουτυρωμένο ποπ κόρν στο χέρι ενώ στην οθόνη η Vampira ετοιμάζεται να ξεπαστρέψει τους gravediggers στην πρώτη σκηνή του Plan 9 From Outer Space. Νιώθεις την έξαψη 10χρονου αγοριού που έχει κάνει κομπίνα για να μπεί σε βραδινή προβολή του ακατάλληλου Forbidden Planet και χέζεται πάνω του στην φάση με το αόρατο τέρας. Κλείνοντας λίγο τα μάτια, μπορείς να φανταστείς τον μακιγιαρισμένο Dean 'Blue Velvet' Stockwell (one suave motherfucker!), με την λάμπα-μικρόφωνο, να ακολουθεί το θεικό lip synch του 'In Dreams' με μια εξίσου εξωφρενική εκτέλεση του Precarious Stair. Περίεργα πράγματα.

Όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο πιο έντονα μου σκάει αυτό το Orbison connection. Και είναι τρελό: φαινομενικά ο Hargett και ο Orbison δεν έχουν απολύτως τίποτα κοινό, εκτός ίσως απ' το  γούστο στα γυαλιά ηλίου. Νομίζω πως και οι δύο μου βγάζουν το ίδιο είδος γλυκιάς μελαγχολίας, αυτή που σου σκάει περίεργες ώρες, συνήθως βράδυ, και την γουστάρεις όσο τίποτε άλλο, κι ας μην το παραδέχεσαι ούτε στον ίδιο τον εαυτό σου. Σαν μια μεταμεσονύκτια προβολή του 'Tarantula', ένα πράγμα.
 
Τέλος πάντων. Αυτό το κείμενο με δυσκόλεψε πολύ. Για να 'μαι ειλικρινής, δεν θα το πόσταρα αν δεν ήθελα τόσο πολύ να γράψω κάτι γι' αυτό τον δίσκο, έστω και κάτι πρόχειρο. Μιλάμε για απίστευτη αλμπουμάρα η οποία μπαίνει με τρομακτική άνεση στα καλύτερα ακούσματα του 2011. Είναι τέχνη ρε, που θα λεγε κι ο Raggedy Man, ανεπιτήδευτη τέχνη.

Και ναι, πιστεύω ακράδαντα πως αν ο Roy Orbison ξετρύπωνε απ' τον τάφο του ένα ωραίο βράδυ με πανσέληνο, θα ξεσκόνιζε το σακάκι του, θα φορούσε τα αραχνιασμένα Wayfarer του (λογικά με αυτά θα τον θάψανε), θα ξέθαβε την ξεθωριασμένη του Gibson, θα καθάριζε την - με πεθαμενατζίδικη χροιά πλέον - φωνή του και θα ξεκινούσε προς την κοντινότερη πόλη με στόχο να δημιουργήσει μια μπάντα σαν τους Crystal Stilts - κι όλα αυτά σιγοτραγουδώντας τoυς στοίχους του 'Death Is What We Live For'.

Και ποιός ξέρει, πολύ πιθανόν να σταματούσε για μια ζεστή κούπα καφέ σ' ένα 'OPEN 24HRS' diner πάνω στον αυτοκινητόδρομο, κάτι σαν αυτό που περιγράφει ο Stewart...

"Joe's. Right at the crossroads. The power point.
Joe's is a diner, the kind they used to make, not some yuppi-fied decorator box. Could be it's even older than India ink. The magic part is older still.
My footsteps light, I turned back to look at the blinking neon sign.
'Eat at Joe's'.
Where it's always three A.M.
Where I set the magic free."