Monday, March 19, 2012

go to dallas and take a left


Μια φορά κι εναν καιρό, ένα μάλλον αδιάφορο πρωινό Δευτέρας, ενας τύπος προσγείωθηκε με αλεξίπτωτο στον Διεθνή Αερολιμένα του Ντάλας, κάπου κοντά στον αεροδιάδρομο 8. Αφού καβάτζωσε ένα από τα βανάκια μεταφοράς αποσκευών -ενω ο οδηγός του ήταν απασχολημένος με την εκφόρτωσή των βαγονιών του- οδήγησε μέχρι το κεντρικό κτήριο του αεροδρομίου και πάρκαρε μπροστά στην είσοδο του προσωπικού. Χαμογελόντας σαρδόνια στη θέαση της επιγραφής 'STAFF ONLY', άνοιξε την απαγορευμένη πόρτα και μπήκε στο κτήριο, αναζητώντας την κοντινότερη τουαλέτα (τελικά ήταν φάτσα κάρτα μπροστά του, για ΑΜΕΑ). Εκεί άλλαξε από τη στολή αλεξιπτωτιστή σε κάτι πιο... κάζουαλ και ανάλαφρο. Αφού έριξε ένα απολαυστικό, πιτσιλιστό κατούρημα και μ' έναν εσπρέσσο για τον οποίο δεν είχε πληρώσει δεκάρα ανα χείρας, διέσχισε τις μάλλον κακόγουστες Αφίξεις με χαλαρό βήμα μέχρι το πάρκινγκ μακράς διαρκείας. Στην πιο απομακρυσμένη από την είσοδο του πάρκινγκ γωνία ήταν παρκαρισμένο ένα Ford Thunderbird εικοσαετίας. Φαινόταν ότι ο ιδιοκτήτης του το είχε προσεγμένο - η μπογιά του έλαμπε σαν καινούρια στον ήλιο, κι αν υπήρχαν γρατσουνιές και άλλα σημάδια φθοράς, αυτά ήταν καλυμμένα περίτεχνα. Το θέμα είναι ότι 'δεν τα φτιάχνουν όπως τα έφτιαχναν παλιά': δηλαδή χωρίς συναγερμούς, ιμπομπιλάιζερ κι αρχιδιές. Με μια γρήγορη κίνηση, έσπασε το τζάμι με τον αγκώνα του, άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα σαν κύριος, ξεκόλησε το πλαστικό κάλυμμα κάτω απ' το τιμόνι, έβαλε μπρος βραχυκυκλώνοντας την ανάφλεξη, οδήγησε μέχρι την έξοδο του πάρκινγκ, κόλλησε στον μπροστινό του (έναν κουστουμάτο τύπο του οποίου το πίσω μέρος του κεφαλιού φώναζε μεγαλοδικηγόρος ή κάτι αντίστοιχο) και βγήκε μαζί του χωρίς να πληρώσει, περνώντας στο τσακ κάτω απ' την μπάρα που κλείνει μεν γρήγορα αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Μερικες εκατοντάδες μέτρα αργότερα είχε εγκαταλείψει τα όρια του αεροδρομίου και εισερχόταν στον περιφερειακό της πόλης. Με το που μπήκε στην -χαλαρή για την μέρα και ώρα- κίνηση, έπιασε αριστερή λωρίδα. Εγκατέλειψε τον αυτοκινητόδρομο στην αμέσως επόμενη έξοδο παραμένοντας στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Λίγα χιλιόμετρα αργότερα σταμάτησε σε μια διασταύρωση. Το αριστερό φλας του Thunderbird ήταν μόνιμως αναμένο για τουλάχιστον ένα μισάωρο. ΤΙΚ-ΤΑΚ-ΤΙΚ-ΤΑΚ-ΤΙΚ-ΤΑΚ. Το ραδιόφωνο σιγομουρμούριζε πως ο καιρός θα είναι αίθριος, με βόρειους ασθενείς ανέμους. Φυσικά έστριψε αριστερά. Στα 500 μέτρα περίπου σπόταρε ενα παρακμιακό diner στην αριστερή πλευρά του δρόμου, στριμωγμένο ανάμεσα σε ενα καθαριστήριο ρούχων και ενα καταρρέον ενεχυροδανειστήριο. Πάρκαρε ακριβώς απ' έξω. Βγαίνοντας απ' το αμάξι τίναξε τα θραύσματα του τζαμιού του οδηγού από τα ρούχα του και ίσιωσε το σακάκι του. Δευτερόλεπτα αργότερα είχε περάσει την είσοδο του μαγαζιού. Μέσα τον περίμενε μια γνώριμη, σχεδόν κόζυ ατμόσφαιρα· ήχοι, εικόνες και μυρωδιές κλισέ, αλλά με την καλή έννοια. Με απόλυτη ηρεμία πλησίασε προς τον πάγκο, οπου τρείς μεσήλικες κι ενας νεαρός που δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι απολάμβαναν κάτι λιγδερά μπέργκερ συνοδεία φτηνού καφέ, ενώ παραδίπλα ο ταμίας βλαστημούσε ψάχνοντας στην ταμειακή ψιλά για ρέστα. Με το δεξί του χέρι σφιγμένο σε γροθιά, κοντοστάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα πίσω απ' τον νεαρό, καρφώνοντάς τον με τα μάτια. Αντιλαμβανόμενος ότι κάτι περίεργο παίζει και φανερά ενοχλημένος ο νεαρός γύρισε απότομα προς τα πίσω, προλαβαίνοντας να δεί το περίγραμμα μιας μυστηριώδους φιγούρας πριν το πρόσωπό του προσγειώθεί άτσαλα πάνω στην γροθιά, παράγοντας έναν μάλλον αστείο, άτσαλο θόρυβο. Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να ξεκινήσει ένα αρκετά δυνατό κι έμπειρο βρωμόξυλο - για την ακρίβεια ήταν κυριολεκτικά ζήτημα κλασμάτων δευτερολέπτου, σαν εκπυρσοκρότηση όπλου. Με μια απίστευτη λύσσα σχεδόν όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού, συμπεριλαμβανομένου του αιμόφυρτου νεαρού, χύμηξαν πάνω του ενώ αυτός δεν έκανε απολύτως καμιά προσπάθεια να αμυνθεί. Και να πεις ότι δεν υπήρχε λόγος. Μπουκέτα, κλωτσιές, κι άλλες κλωτσιές, κλωτσιές παντού, στο στομάχι και στ' αρχίδια και στο κρανίο, μιλάμε για χαμό πραγματικό - μάλιστα ένας απ' τους μεσήλικες. ο οποίος μέχρι πριν λίγα λεπτά έγλυφε με έναν αναγουλιαστικό ήχο το λίπος από ένα κομμάτι καρβουνιασμένο μπέηκον, τώρα του δάγκωνε το αυτί ξεσκίζοντάς το, αδιαφορώντας τόσο για την ζεστή ανθρώπινη σάρκα στο στόμα του όσο και για τα αίματα που πιτσιλούσαν το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισό του. Κάτω στο πάτωμα, λίγο πιο δίπλα απ' τον ιδιοκτήτη τους, ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός ορφανών δοντιών περίμεναν καθηλωμένα στη θέση τους την τελική έκβαση της άνισης αυτής μάχης. Κάποια στιγμή, εντελώς αναπάντεχα, ανάμεσα σε βογγητά πόνου, άναρθρες κραυγές και κλάματα, άρχισε να γελά. Ήταν ένα ανατριχιαστικό, υστερικό σχεδόν γέλιο το οποίο διακοπτόταν που και που από αναφηλητά που μαύριζαν την ψυχή. Στο άκουσμά του οι ξυλοκοπούντες θαμώνες πάγωσαν, σταματώντας το λυντσάρισμα τόσο απότομα όσο το είχαν ξεκινήσει. Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν για μερικά άβολα δευτερόλεπτα απόλυτης, σχεδόν τρομακτικής ηρεμίας. Στον πάγκο πίσω τους, ενόσω τα ολόλευκα πλακάκια του πατώματος βρώμιζαν με τα σπασμένα δόντια και τα αίματα του, μύγες είχαν ήδη αρχίσει να μετατρέπουν τα κακοψημένα μπέργκερ σε προσωρινές κατοικίες. 

"Κρύωσε η μαλακία και δε θα τρώγεται με τίποτα τώρα", ακούστηκε μια φωνή γεμάτη παράπονο.

Το γέλιο, ακόμα πιο εκκωφαντικό από πριν, δεν έλεγε να σταματήσει με τίποτα.



5 comments:

  1. Ultra Violence κατάσταση... Nice...

    ReplyDelete
    Replies
    1. Μερικές φορές είναι απαραίτητη... Ξέρεις. Αντιβία κλπ.

      Delete
  2. Ρε γράφε τίποτα ρε...

    ReplyDelete
  3. Έλα ρε μαν τι λέει η επανάστασηηηηηηηηη;

    ReplyDelete