Tuesday, January 12, 2016

All Tomorrow's Parties




 Όταν ήμουν μικρός, φάση δημοτικό, οι γονείς μου αποφάσισαν να με στέλνουν τα καλοκαίρια στην κατασκήνωση. Δούλευαν και οι δύο και δεν υπήρχε κάποιος να με προσέχει σπίτι τους δύσκολους καλοκαιρινούς μήνες. Η κατασκήνωση ήταν μια απ’ αυτές τις κλασσικές που φυτρώνουν κατά δεκάδες στην Περαχώρα, κοντά στο Λουτράκι, που είναι λες και έχουν φτιαχτεί αποκλειστικά για παιδιά με διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα. Πάντα έχει ένα κάρο μαλακίες να κάνεις, ουδεμία απ' αυτές ενδιαφέρουσα. Νομίζω την έλεγαν Σπορτ Κάμπ, ή κάτι τέτοιο. Οριακά αστείο, αν σκεφτεί κανείς ότι η τελευταία μου επαφή με τον αθλητισμό ήταν κάπου στο δημοτικό, όταν μου πέταξε ένα μαλακισμένο μια μπάλα στο κεφάλι.

 Όπως είναι φυσικό, μισούσα με πάθος την κατασκήνωση. Και αυτή με μισούσε αρκετά, μάλλον. Για να περνάω κάπως τ' Αυγουστιάτικα μεσημέρια εκεί πέρα είχα πάρει μαζί μου διάφορες κασσέτες για το γουόκμαν, περιοδικά τύπου PC Master και μερικά βιβλία. Τότε είχα διαβάσει, σε μια άδεια άιθουσα την οποία κάποιος με γενναίες δόσεις χιούμορ είχε ονομάσει βιβλιοθήκη, τον Κόμη Μοντεχρίστο του Αλέξανδρου Δουμά. Μου άρεσε πολύ αυτό το βιβλίο. Οριακά ταύτιση, στο νεαρό μυαλό μου τότε. Και πραγματικά χαιρόμουν τόσο πολύ όταν τελείωνε ο γαμημένος μήνας της κατασκήνωσης και μπορούσα να γυρίσω στο σπίτι μου. Γιατί δεν θα έκανα πλέον κάτι που δεν ήθελα να κάνω. Γι' αυτό.

 Τότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα με απόλυτη σαφήνεια πως είναι να κάνεις κάτι το οποίο δεν θες να κάνεις. Σιγά σιγα, καθώς πέρναγε ο καιρός και μεγάλωνα, τα πράγματα τα οποία δεν ήθελα να κάνω και αναγκαζόμουν να κάνω αυξάνονταν και πλυθήνονταν. Σε μια φάση οι γονείς μου μ’ έστειλαν για ταε κβον ντο. Let that sink in a little. Τους είχε πιάσει φόβος ότι η κύφωση στην πλάτη θα μου μείνει κουσούρι (ο φόβος αυτός τελικά επιβεβαιώθηκε, αλλά αυτό είναι δευτερεύον). Ούτε ταε κβον ντο ήθελα να κάνω. Δεν ήθελα να γυρίζω με το σχολικό απ’ το σχολείο, ούτε να συναναστρέφομαι πολύ με τους συμμαθητές μου. Δεν ήθελα να πέφτω για ύπνο – αυτό το μισούσα με πάθος, την διαδικασία του ύπνου εννοώ – και τελικά καθόμουν να κοιτάζω το ρολόι στον απέναντι τοίχο για ώρες, μέχρι τις 5 ξερω γω, όπου και μ΄έπαιρνε ο ύπνος καθιστός στην κουκέτα που μοιραζόμουν με την αδερφή μου. Δεν ήθελα να πλένω τα χέρια μου ξανα και ξανά, μέχρι ν ανοίξουν, επειδή ένιωθα ότι είναι βρώμικα και κολλούσαν. Γενικά, δεν ήθελα να κάνω σχεδόν τίποτα απ’ ότι έκανα.

 Κάποια στιγμή, στα 17, χωρίς δηλαδή να έχω καν τυπικά το νόμιμο δικαίωμα να κάνω sign up σε τσοντοσάιτ, κλήθηκα να επιλέξω τι θέλω να κάνω με το υπόλοιπο της ζωής μου. Για κάποιο μυστήριο λόγο, δήλωσα Φυσικό ως νο. 1 σχολή, ενώ πραγματικά αυτό δεν ήταν κάτι το οποίο ήθελα σε κανένα πιθανό κόσμο. Ήταν απλά η λιγότερο σκατά επιλογή απ’ όσες είχα μπροστά μου. Τελικά, κουτσά στραβά, σχεδόν 9 χρόνια αργότερα, κατάφερα να πάρω το γαμημένο πτυχίο φυσικού. Ούτε αυτό το ήθελα, ας μη γελιόμαστε, δε μου τα σκασε στην πορεία να γίνω ο σούπερ φυσικός, απλά κάπως έπρεπε να το πάρω, γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι, ή κάτι τέτοιο.
 Σκεφτόμουν πρόσφατα ότι, όσο μπορώ να θυμηθώ την φάση μου, κάνω πράγματα τα οποία δεν θέλω. Κι όποτε έχω να επιλέξω, επιλέγω ανάμεσα σε κακές επιλογές, την λιγότερο επώδυνη κάθε φορά. Τα ‘θέλω’ περιορίζονται σε πολύ επιφανειακά και αίωλα πράγματα: λ.χ. αυτή τη στιγμή θέλω πολύ να καπνίσω. Θα στρίψω ένα τσιγάρο και θα το καπνίσω. Άύριο μπορεί να ξυπνήσω και να θέλω να φάω KFC, οπότε θα πάρω το αμαξι και θα πάω να διπλοπαρκάρω στο Σύνταγμα με αλαρμ ελπίζοντας να μην πάθει κοκομπλοκο κάποιος ταρίφας που θα έχω σίγουρα κλείσει όση ώρα ετοιμάζεται η παραγγελία μου. Αυτό θα θέλω να το κάνω. Ή να δω το καινούριο επεισόδιο κάποιας scifi σειράς συνοδεία τζανκ φουντ. Κι αυτό θέλω να το κάνω. Προσέξτε: δεν θα το κάνω επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω (που μπορεί και να ισχύει) αλλά επειδή θέλω πάρα πολύ να φαω KFC βλέποντας το καινούριο επεισόδιο Expanse.

 Θα ρωτήσει τώρα κάποιος, ‘γιατί; αυτά δεν είναι σημαντικά;’. Προφανώς, εντός συγκεκριμένων πλαισίων, είναι. Μερικές φορές δεν υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα απ’ αυτά, τα μικρά. Αλλά τον τελευταίο καιρό κάπως μου φαίνονται κι αυτά πιο ασήμαντα απ’ ότι συνήθως.

 Ας δούμε ένα άλλο παράδειγμα. Πριν μερικές βδομάδες κυκλοφόρησε το νέο Σταρ Γουορς. Κανονικά αυτό το ποπ κάλτσουρ ηβέντ θα έπρεπε να ορίσει σε απόλυτο βαθμό τον τελευταίο, τουλάχιστον, μήνα της ζωής μου. Αλλά δεν. Εννοείται πήγα και το είδα στην πρεμιέρα. Και δεν ήταν κακό, απεναντίας. Αλλά ενώ περίμενα ότι θα θέλω να το ξαναδώ τουλάχιστον 2-3 φορές ακόμη στη μεγάλη οθόνη, μετά το πρώτο 24ωρο σταμάτησα να το σκέφτομαι. Τι στην ευχή. Το ίδιο πράγμα και με το Fallout 4, το παιχνίδι που περίμενα ένα χρόνο και βάλε και το οποίο έκανα preorder την ημέρα που άνοιξαν τα preorders. Είναι ζήτημα αν έχω παίξει κανα τρίωρο.

Είναι αρκετά τρομακτικό όταν μικρές απολαύσεις που μπορούσαν παλιότερα να γεμίσουν τρομακτικά μεγάλο κομμάτι του χρόνου σου πλέον περνάνε στο ντούκου. Και ακούω ήδη την ερώτηση απ’ το φιλοθεάμον κοινό: ‘τότε τι στο δίαολο ΘΕΣ να κάνεις ρε φίλε;’

 Είναι μια αρκετά καλή ερώτηση. Ειλικρινά δεν ξέρω πώς να την απαντήσω. Δεν θέλω καν να γίνω αστροναύτης, όπως ήθελα μικρός. Ούτε ηθοποιός, όπως ήθελα μερικά χρόνια αργότερα. Νομίζω ότι, σε μια πρώτη ανάλυση τουλάχιστον, απλά θέλω - επιθυμώ - να σταματήσω να κάνω πράγματα τα οποία δεν θέλω να κάνω.  Λ.χ. αύριο δεν θέλω να ξυπνήσω και να νιώθω αυτή την πρωινή θλίψη που την νιώθεις ν' αναβλύζει σαν φλέμμα και συνοδεύει το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Ας μην ξυπνήσω καλύτερα. Να ξυπνήσω μεθάυριο, ή σ' ένα μήνα - πόσο τέλειο θα ήταν αυτό; Δεν θέλω να σηκώσω το τηλέφωνο για ν απαντήσω ευγενικά στην πιο ηλίθια τεχνική ερώτηση του κόσμου, η απάντηση της οποίας βγαίνει ως πρώτο αποτέλεσμα μ' ένα απλό ψάξιμο στο γκουγκλ. Δεν θέλω να κάνω τρία μισάωρα ντους ούτε να αλλάξω γι' άλλη μια φορά τις πετσέτες στο μπάνιο. Ούτε θέλω να υποκύψω σε συναισθηματικούς εκβιασμούς φίλων και γνωστών και να υποχρεωθώ σε καταναγκαστική κοινωνικοποίηση η οποία θα με κάνει να γυρίσω σπίτι χειρότερα απ' ότι ήμουν πριν φύγω. Και ναι, προφανώς, υπάρχουν μερικά πράγματα, πιο συγκεκριμένα, τα οποία θέλω. Είμαι αρκετά σίγουρος γι' αυτά. Αλλά, κι εδώ μπαίνει το μεγάλο αλλά, μερικές φορές, τις περισσότερες δηλαδή, ας μη γελιόμαστε, αυτά τα οποία θέλουμε να κάνουμε, αυτά που θέλουμε γενικότερα, είναι λίγο ή πολύ εκτός των χεριών μας. Και ενώ υπό κάποιο συγκεκριμένο πρίσμα η σκέψη αυτή θα είχε κάτι σχεδόν ανακουφιστικό, κάτι πραγματικά λυτρωτικό, ε, αυτό το βράδυ Δευτέρας του Γενάρη, ίσως κάθε βράδυ μάλλον, ειλικρινά πιστεύω ότι δεν υπάρχει πιο τρομακτική συνειδητοποίηση από αυτήν.

 Υ.Γ. Σήμερα έμαθα ότι πέθανε ο Bowie περιμένοντας σε ασανσέρ για ραντεβού με γιατρό, είδηση η οποία έκανε μια σκατά μέρα ακόμα πιο σκατένια. Για κάποιο λόγο όμως, ίσως σε πείσμα των 32,000 φεησμπουκ rip posts με όλη την δισκογραφία του, το μόνο που μπορώ ν’ ακούσω σήμερα – και νομίζω ότι θα μπορώ ν’ ακούω πάντα, όπως και να είμαι – είναι οι Velvet Underground.

Υ.Γ. 2 Και δεν τρελαίνομαι καν ιδιαίτερα για τα πάρτυ. Πολύ ταλαιπωρία ρε παιδί μου...