Tuesday, November 7, 2017

life and limb



Σε 23 μέρες περίπου θα έχει κλείσει ένας χρόνος απ' όταν γλύστρησα στο ντους κι έπεσα πάνω στη γωνία του σκαλοπατιού του, σπάζοντας τον τροχαντήρα του δεξιού μοιριαίου οστού μου. Το χτύπημα συνοδεύτηκε από νερά να πετιούνται παντού κι ένα απαίσιο, υγρό 'κλατς',το οποίο εκ των υστέρων θα ορκιζόμουν πως εμπεριείχε και τον ήχο του οστού που ραγίζει. Ο πόνος ήταν κάτι πρωτόγνωρο, και οι πρώτες απόπειρες να σηκωθώ ανταμείφθηκαν γρήγορα με περαιτέρω γλυστρήματα, στα οποία κατάφερα να δημιουργήσω μελανιές σε όλα τα σημεία του σώματός μου απ' τον λαιμό και κάτω. 

Μετά την αρχική αναμπουμπούλα και το σοκ, καθώς η ένταση του πόνου έγινε σαφής, συνειδητοποίησα πως αν δεν καθόμουν να ηρεμήσω και να σκεφτώ λίγο την κατάσταση, θα έκανα τα πράγματα χειρότερα (όπως γίνεται πάντα, εξάλλου). Αρχικά άφησα το ζεστό νερό να τρέξει πάνω μου και επεξεργάστηκα τα δεδομένα - θα μπορούσα να περιμένω απλά μέσα στο ντους μέχρι να έρθει κάποιος; Όχι, γιατί αυτό μπορεί να ήταν αρκετά 24ωρα μετά. Έπρεπε να καταφέρω να φτάσω το τηλέφωνο. Και για να το κάνω αυτό, έπρεπε να βγω από το ντους - το οποίο έχει ένα αρκετά μεγάλο σκαλοπάτι. Όσο το σκεφτόμουν τόσο συνειδητοποιούσα πως το σκαλοπάτι του ντους θα ήταν, ίσως, το δυσκολότερο μέρος της διαδικασίας.

Ήξερα πως το δεξί μου πόδι ήταν οριακά παντελώς άχρηστο - η παραμικρή κίνηση ή φόρτιση έστελνε απίστευτους κεραυνούς πόνου μέχρι τη σπονδυλική μου στήλη. Αποφάσισα πως ένα καλό υποκατάστατο θα ήταν - θα γινόταν δηλαδή, κιας μην ήταν - το κουρτινόξυλο της κουρτίνας του μπάνιου, το οποίο είναι φτιαγμένο από αλουμίνιο οπότε μάλλον η λέξη κουρτινόξυλο είναι λάθος στην προκειμένη περίπτωση, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα κάποια καλύτερη.

Η κουρτίνα είχε ήδη ψιλοκαταρρεύσει, μιας όπως κάθε σωστός μαλάκας που γλυστρά στο μπάνιο, ενστικτωδώς προσπάθησα να κρατηθώ από αυτήν όταν συνειδητοποίησα ότι πάει, πέφτω. Φυσικά ξεχαρβαλώθηκε και αφού έπεσα, ήρθε και με μισοκάλυψε σαν σεντονάκι.

Με το κουρτινόξυλο σαν αυτοσχέδιο μπαστούνι λοιπόν, και μετά από πάρα μα πάρα πολλές προσπάθειες, στις οποίες συνειδητοποιούσα με trial and error ποιες κινήσεις μπορούσα να κάνω και ποιες όχι (hint: μπορούσα 3 το πολύ), κατάφερα να περάσω το γαμημένο σκαλοπάτι του ντους και να ξανακαταρρεύσω - ελεγχόμενα - στο πάτωμα του μπάνιου.


Θυμίζω πως ήταν 1η Δεκέμβρη, 10:30 το πρωι περίπου και η θερμοκρασία ήταν η γνώριμη θερμοκρασία δωματίου σε παλιά Αθηναική πολυκατοικία που τελευταία φορά που εφοδιάστηκε με πετρέλαιο ήταν επί υπουργείας του Π. Παυλόπουλου. Το πάτωμα του ντους ήταν σαν παγοδρόμιο κι εγώ ήμουν γυμνός, βρεγμένος και γεμάτος αφρούς. 

Τη λύση έδωσαν δύο πετσέτες μπάνιου, τις οποίες άπλωσα στο πάτωμα και σύρθηκα πάνω τους, χρησιμοποιώντας τες σαν buffer ανάμεσα σε μένα και το παγωμένο πάτωμα αλλά και για μεγαλύτερη ευκολία στο γλίστρημα. Γιατί πλέον ήξερα πως ο μόνος τρόπος να φτάσω στο κινητό-άγιο δισκοπότηρο ήταν γλιστρώντας σαν φώκια μέχρι το σαλόνι όπου βρισκόταν.

Χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια και λίγο το αριστερό μου πόδι, μιας και ακόμα και ελάχιστη κίνηση του προκαλούσε τρομερό πόνο στο λαβωμένο δεξί, κατάφερα να βγω από το μπάνιο. Οι κάσες στις πόρτες έγιναν οι καλύτεροί μου φίλοι, όπως επίσης και το κοντάρι της σφουγγαρίστρας η οποία για καλή μου τύχη ήταν ακριβώς έξω απ’ το μπάνιο. Βάζοντάς την κόντρα στον τοίχο, την χρησιμοποιούσα σαν μοχλό για να μπορέσω να συρθώ λίγο παραπέρα.

Όταν, μετά από αρκετή ώρα και αμέτρητα γαμωσταυρίδια έφτασα στο σαλόνι, συνειδητοποίησα δύο πράγματα: πως είχα ξεχάσει την τιβι ανοιχτή κι έπαιζε Μπουζδούκου και πως το κινητό μου ήταν στα 3-4 μέτρα μακριά από μένα. Είχα πλέον ξεπαγιάσει, έτρεμα κυριολεκτικά και είχα αρχίσει να εξαντλούμαι. Το δεξί μου πόδι πλέον έστελνε ηλεκτροσοκ πόνου με την παραμικρή μου κίνηση, σε βαθμό που για λίγο φοβήθηκα πως θα λιποθυμούσα και θα έβρισκαν το πτώμα μου μετά από καμια βδομάδα σε αυτή την κατάσταση, απορώντας τι στην ευχή έκανα γυμνός με κάτι πετσέτες και μια σφουγγαρίστρα στο πάτωμα του σαλονιού.

Θυμάμαι να σκέφτομαι, ‘α, εχω ενεργό το ‘okay google’ στο κινητό, ίσως πιάσει αν φωνάξω δυνατά και μπορέσω να καλέσω βοήθεια με φωνητική εντολή!’. Φευ, η αναγνώριση φωνής του κινητού δεν είχε καμία ελπίδα μπροστά στην επική ανταπόκριση απ’ την Βουλή του Αντώνη Αντζολέτου που έπαιζε παράλληλα στην τιβί. Για ώρα φώναζα σαν ηλίθιος ‘OK GOOGLE! OK GOOGLE ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ’, χωρίς αποτέλεσμα.

Ο καναπές και το κινητό, που ήταν ακουμπισμένο πάνω του,  ήταν πλέον λίγα συρσίματα μακριά. Η λύτρωσή μου πλησίαζε. ‘Δεν είναι τίποτα’, σκέφτηκα, ‘μόνο 3-4 ακραίοι πόνοι, και τέλος – προσπάθησε να το εκλογικεύσεις, δεν είναι τίποτα’. Αλλά πραγματικά δεν μπορούσα να κουνηθώ, καθώς όταν πήγαινα να συρθώ σκεφτόμουν το αναπόφευκτο κύμα πόνου κι έλεγα ‘μμμμ ναι, όχι τώρα, σε λίγο’. Και περνούσε η ώρα.

Σε μια φάση, κοιτάζοντας τριγύρω, συνειδητοποίησα πως το ασύρματο σταθερό ήταν πολύ πιο κοντά απ’ το κινητό μου. Προσπάθησα να το φτάσω, αλλά με μια παραίτηση, σα να ήξερα με κάποιο τρόπο πως δεν ήταν καλή ιδέα. Τελικά όντως δεν ήταν – το τηλέφωνο δεν είχε dialtone και μου πήρε λίγο να θυμηθώ πως το είχα αποσυνδέσει μιας και ενίοτε έριχνε κατά λίγα Mb την VDSL – κι εξάλλου, ποιος χρησιμοποιεί σταθερό πλέον στις μέρες μας;

Κινητό λοιπόν, η μόνη διέξοδος απ’ αυτή την κωλοκατάσταση. ‘Έφαγες τον γάιδαρο, έμεινε η ουρά’ σκέφτηκα – πλέον επίσης ξεπάγιαζα και στον καναπέ υπήρχε μια λεπτή κουβέρτα – και ξεκίνησα το τελευταίο σκέλος της διαδρομής. Όταν πιάστηκα απ’ τον καναπέ ένιωσα σαν ναυαγός που βρίσκει ξύλινη πόρτα να επιπλέει στον ωκεανό.  Έπιασα το κινητό και ξαφνικά μου έσκασε μια περίεργη αίσθηση, σαν όλα αυτά που είχαν συμβεί απ’ όταν μπήκα για ντους να ήταν κάτι σαν ταινία, σαν να συνέβαιναν αυτά σε κάποιον άλλο. Αυτή η αίσθηση τελικά μου έμεινε για μέρες.

Το ρολόι του κινητού με ενημέρωσε πως είχαν περάσει περίπου δυομιση ώρες απ’ όταν είχα μπει για ντους. Παραδόξως, μου φάνηκαν λίγες. Ξαφνικά, οι αμέτρητες δυνατότητες του σμαρτφοουν που είχα στα χέρια μου στην συγκύρια αυτή μ’ έκαναν να σκαλώσω – ποιον να έπαιρνα τηλέφωνο για βοήθεια; Αρχικά πάντως τηλεφώνησα στην δουλειά για την οποία ετοιμαζόμουν όταν έγινε η στραβή και την ακύρωσα με κάτι οριακά αστείο του στυλ ‘συγνώμη αλλά είχα ένα μικρό ατύχημα, μπορούμε να το προγραμματισουμε για κάποια άλλη στιγμή;’

Στη συνέχεια κάλεσα τους δικούς μου, οι οποίοι έχουν ένα αντίγραφο των κλειδιών μου και θα μπορούσαν να ανοίξουν την εξώπορτα, γιατί εγω για κανένα μα κανέναν λόγο δε θα μετακινόμουν απ’ τον καναπέ. Η ανακούφιση που μου έδωσε το κινητό στα χέρια σε συνδυασμό με την στήριξη σώματος και την θαλπωρή (λέμε τώρα) της κουβέρτας το έκαναν το αγαπημένο μου μέρος στον κόσμο. Πραγματικά θα μπορούσα να ζήσω εκεί. Αν η εξώπορτα δεν ξεκλείδωνε για κάποιο λόγο, τότε θα έπρεπε να την σπάσουν με τσεκούρι σαν τον Νίκολσον στο Shining. Εγω δεν το κούναγα κα-θο-λου.

Τελικά μετά από λίγη ώρα έφτασαν οι δικοί μου, οπου και συνειδητοποίησαν, όπως κι εγω, πως ότι κι αν έπαθα με το πέσιμο δεν ήταν απλό. Η μετακίνησή μου ήταν αδύνατη – και ο μόνος τρόπος να παω στο νοσοκομείο ήταν με καροτσάκι και ασθενοφόρο, γεγονός το οποίο με άγχωνε για πολλούς λόγους, με πιο ηλίθιο το ότι – πέρα απ’ τους γονείς μου που ήδη είχαν γυρίσει περα δώθε όλο το σπίτι χωρίς να έχουν βγάλει τα παπούτσια τους στην είσοδο όπως απαιτώ από επισκέπτες - θα περπατούσαν στο πεντακάθαρό μου πάτωμα και ένας δυο άσχετοι τραυματιοφορείς με τα βρωμερά παπούτσια τους.

Όντως, μετά από κάποια ώρα στην οποία οι γονείς μου κατάφεραν να με ντύσουνν στοιχειωδώς, συνοδεία μπινελικίων και ιαχών πόνου,  ήρθαν δύο τύποι, με φόρτωσαν στο καροτσάκι και με πήγαν βόλτα μέσω του ασανσέρ κάτω στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου βρισκόταν το ασθενοφόρο. Έτσι όπως καθόμουν στο καροτσάκι με θυμάμαι να κοιτάζω έντονα τα πόδια μου, μιας και είχα τρομερό φόβο πως μπορεί ν’ ακουμπήσει κάπου η πατούσα του χτυπημένου ποδιού και να παραλύσω από πόνο. Καθώς με φόρτωναν σηκωτό ουσιαστικά στο ασθενοφόρο, παρατήρησα πως δίπλα στην πόρτα του οδηγού υπήρχε μια κουράδα σκύλου, μισοπατημένη. Ήμουν σίγουρος πως κάποιος από τους δύο τραυματιοφορείς την είχε πατήσει – και μετά περπάτησε στο πάτωμά μου. Αυτό το άγχος ήρθε για να προστεθεί σαν έξτρα φέτα σαλαμάκι στο ήδη υπάρχον πολυεπίπεδο σάντουιτς δυσφορίας.

Για την ακρίβεια, το άγχος αυτό έμεινε σε μια γωνία του κεφαλιού μου για πολύ καιρό – παρέμεινε και μετά απ’ το χειρουργείο, μετά τις πρώτες μετεγχειρητικές νύχτες πόνου, τα κατουρήματα σε πάπια, τις ενδοφλέβιες παυσίπονων, τις αμέτρητες γαμημένες αντιπηκτικές ενέσεις στην κοιλιά, την πρωτόγνωρη αίσθηση ξένου σώματος (λάμα και βίδες) στο πόδι μου, το πρώτο περπάτημα με τη βοήθεια του πι, τον πρώτο ύπνο σε κανονικό κρεβάτι, το πρώτο τσιγάρο, το πρώτο μη νοσοκομειακό φαγητό, παρέμεινε πολύ μετά απ’ όλα αυτά. 

Όταν, μετά από έναν μήνα περίπου, λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, επισκέφθηκα το σπίτι μου, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω το πάτωμα δύο φορές. Μπορούσα να μετακινηθώ μόνο με το πι σ’ εκείνη την φάση, οπότε η όλη διαδικασία μου πήρε σχεδόν μισή μέρα και έφτασε στα όρια το χειρουργημένο πόδι, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να διώξω αυτό το άγχος απ’ το κεφάλι μου, διότι αυτό το άγχος μερικές φορές φαντάζει πιο επειγον κι αφόρητο από οποιοδήποτε σπάσιμο. Μετά την φασίνα πήρα ένα Lonarid με ευλογημένη κοδείνη, έκατσα στον καναπέ με το πι δίπλα μου για παρέα κι έστριψα και κάπνισα ένα απολαυστικότατο τσιγάρο.

Αυτό που δεν ήξερα τότε, ήταν πως σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, αν έκανα μια κατάταξη ζοφίλας, η όλη αυτή ταλαιπωρία θα ήταν μάλλον το λιγότερο άσχημο πράγμα που μου έτυχε αυτή τη χρονιά. Τουλάχιστον απ’ αυτό κέρδισα μια πρωτότυπη και – ας μη γελιόμαστε, λίγο αστεία, από κάποια οπτική – ιστορία. Εξάλλου, πόσους έχετε ακούσει να λένε για το πως έσπασαν χέρι/πόδι με μηχανή/κάνοντας σκι/κάνοντας σκεητ/ή κάτι εξίσου εξτρήμ και πόσους για το πως έσπασαν το πόδι τους στο γαμημένο ντους; Μακάρι και τα υπόλοιπα στραβά του 2017 να ήταν πρωτότυπα ή έστω και λίγο αστεία – αλλά δεν είναι.

Ας τελειώσει λοιπόν αυτή η χρονιά να τελειώνουμε.



Wednesday, September 13, 2017

memories of green

 Image result for blade runner newspaper


 Έχουν περάσει σχεδόν δέκα μήνες απ' όταν έσπασα το ισχίο μου ("διατροχαντήριο κάταγμα του μηριαίου οστού"). Ήταν 1η Δεκέμβρη, είχα ξυπνήσει αργά, βιαζόμουν και τελικά γλίστρησα στο ντους, καθώς ετοιμαζόμουν να πάω για την πιο inconsequential δουλειά στον κόσμο. Το ίδιο βράδυ, είχα αγοράσει εισιτήρια για το Plissken festival, στο οποίο όπως είναι προφανές δεν πήγα. Ποτέ στην ζωή μου δεν είχα σπάσει κάτι, ούτε καν ράμματα δεν είχα κάνει όπως τα περισσότερα παιδιά. Για την ακρίβεια, έχω βρεθεί σε νοσοκομείο μονάχα ως επισκέπτης. Η πρώτη φορά που βρέθηκα όμως ήταν σε αρκετά μικρή ηλικία.

 Όταν μέναμε στην Κυψέλη, εποχές δημοτικού, έπαιζα ένα βράδυ 'σχολείου' με την αδερφή μου στο μικρό σαλόνι του διαμερίσματος, όπου τον χώρο καταλάμβανε ένα μεγάλο σιδερένιο χαμηλό τραπέζι. Δεν θυμάμαι ακριβώς την αλληλουχία των γεγονότων, αν και θυμάμαι σχεδόν όλες τις περιφερειακές λεπτομέρειες από εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι την ελαφρώς ανοιχτή μπαλκονόπορτα με θέα την Σπετσών, το ότι είχε λίγη ψύχρα, θυμάμαι το φωτιστικό στο γραφείο του πατέρα μου δίπλα στο σαλόνι με την πορτοκαλί του χροιά (όλες οι αναμνήσεις μου από εκείνα τα χρόνια έχουν αυτή την πορτοκαλί χροιά, τύπου θερμό λευκό, που βρίσκει κανείς μερικές φορές σε φωτογραφίες της δεκαετίας του '80). Θυμάμαι την τηλεόραση Nordmende να παίζει κάτι εντελώς βαρετό. Θυμάμαι την νυχτικιά που φορούσε η μητέρα μου όταν ήταν στο σπίτι. Και θυμάμαι πως, σε απειροελάχιστο χρόνο, η αδερφή μου γελώντας, έχασε την ισορροπία της και χτύπησε με δύναμη το κεφάλι της σε μία από τις αιχμηρές γωνίες του τραπεζιού. Θυμάμαι ουρλιαχτά και φωνές, κάποια από αυτά δικά μου. Θυμάμαι να βλέπω αίμα να τρέχει για πρώτη φορά, από το φρύδι της αδερφής μου (πραγματικά θαύμα το πως για μερικά χιλιοστά δεν έχασε το μάτι της). Θυμάμαι την πανικοβλημένη μητέρα μου να τρέχει πέρα δώθε στο σπίτι, πιάνοντας το ακουστικό του τηλεφώνου και κατεβάζοντάς το, μη ξέροντας τι να κάνει πρώτα.

 Τελικά ντυθήκαμε (βλ. φορέσαμε μπουφάν και παπούτσια) σε χρόνο dt, η μητέρα μου νομίζω ήταν με τις παντόφλες ακόμα και βγήκαμε στην Σπετσών για να πάρουμε ταξί για το νοσοκομείο. Μου φαινόταν περίεργο που ήμασταν με τις πυτζάμες μας ουσιαστικά εκτός σπιτιού. Μια έκτακτη, ασυνήθιστη κατάσταση. Ο πατέρας μου ήταν σε δουλειά και δεν είχε μάθει τίποτα ακόμα, οπότε το πλάνο ήταν να μας συναντήσει εκεί. Δεν θυμάμαι σε ποιο νοσοκομείο πήγαμε, αλλά θυμάμαι κι απο εκεί σχεδόν τα πάντα, με απίστευτη λεπτομέρεια. Το πεθαμενιάρικο πράσινο στους τοίχους, τις πλαστικές καρέκλες αναμονής, τους ηλικιωμένους ασθενείς με απλανή βλέμματα σε ράτζα στους διαδρόμους, τις πόρτες που ανοιγόκλειναν όπως η πόρτα των σαλούν στο Λούκυ Λουκ. Αλλά αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από οτιδήποτε άλλο, και πραγματικά δε πιστεύω ότι θα το ξεχάσω ποτέ μου, ήταν η ανατροφοδοτούμενη απελπισία που ένιωθα εκείνες τις ατέλειωτες ώρες στα επείγοντα, όπου πίσω από μια πόρτα σαλούν, μακριά απ' τα βλέμματά μας, η αδερφή μου έκανε ράμματα στο φρύδι της. Θυμάμαι τον φόβο του τι μπορεί να λαμβάνει χώρα πίσω απ' αυτή την πόρτα, και σχεδόν μπορώ ν' ακούσω ακόμα και τώρα στο κεφάλι μου το κλάμα της που σήκωνε ολόκληρη την πτέρυγα. Στα μάτια μου τότε, όλο αυτό ήταν ένα εφιαλτικό βασανιστήριο το οποίο δεν έλεγε να τελειώσει και στο οποίο ήμουν απλός θεατής.

 Εν τέλει όλα πήγαν καλά, το τράυμα ήταν αρκετά πιο light απ' ότι φαινόταν αρχικά (αλλά μιλάμε για πολύ αίμα ρε παιδί μου!) και το ίδιο βράδυ, γυρίσαμε στο σπίτι. Από τότε, έχω επισκεφθεί αρκετά νοσοκομεία, πάντα σε ρόλο σαπορτ. Ποτέ δεν έχω καταφέρει όμως να τα απομυθοποιήσω - πάντα μου φέρνουν μια αρκετά έντονη, άσχημη αίσθηση, όπως και σε πολύ κόσμο φαντάζομαι. Μπαίνοντας σε ένα νοσοκομείο αρχίζω να νιώθω περίεργα ακόμα και σωματικά - σαν να παίζει κάτι πολύ λάθος για το οποίο θα χρειαστεί να ξαναέρθω σύντομα όχι σαν επισκέπτης, αλλά ως ασθενής. Για αρκετά χρόνια, ένα απ' τα βασικά μου άγχη ήταν το γιατί και πως θα καταλήξω - αναπόφευκτα - σε νοσοκομείο. Τελικά, στην ηλικία των 32, έκανα το μεγάλο αυτό βήμα - και με χειρουργείο την ίδια μέρα. Ακόμα και τώρα, όλο εκείνο το 24ωρο και τα 3-4 που ακολούθησαν, μου φαίνονται σαν κάποιο περίεργο όνειρο. Αλλά γι' αυτή την οριακά εξωσωματική εμπειρία θα γράψω κάποια άλλη στιγμή.

 Αυτή τη στιγμή στο δεξί μου μηριαίο οστό υπάρχει ένας 'σύνδεσμος γάμμα', μια λάμα ουσιαστικά μέσα στο κόκκαλο ("μηχανισμός στήριξης" - πόσο αστείο ακούγεται out of context) και μερικές βίδες που την κρατάνε στην θέση της. Πολλές φορές μέσα στη μέρα ξεχνάω ότι υπάρχει καν. Οι ουλές της εγχείρησης έχουν υποχωρήσει αρκετά. Αρκούν όμως μερικές συγκεκριμένες κινήσεις για να θυμηθώ ότι υπάρχει κάτι εκεί που δεν υπήρχε πριν. Μερικές φορές, νιώθω έναν πολύ έντονο πόνο στο γόνατο - το οποίο απ' ότι φαίνεται είναι γενικά σε άριστη κατάσταση - ο οποίος με κάνει να κουτσαίνω αισθητά. Ο γιατρός μου λέει πως ίσως κάποια από τις βίδες βρίσκει σε νεύρο, το οποίο μεταφέρει εκεί την αίσθηση πόνου. Στον ύπνο, το να γυρίσω σε δεξιά πλευρά παραμένει πολύ ενοχλητικό, ευτυχώς όμως μπορώ να κοιμηθώ στο πλαι προς τ' αριστερά χωρίς καμία ενόχληση. Ορισμένες φορές, κάποια απλά πράγματα με αγχώνουν, μιας και νιώθω πως το πόδι μου μπορεί να μην με κρατήσει. Αλλά το πιο εκνευριστικό όλων είναι ο πόνος στο γόνατο, που είναι σαν μια δυσάρεστη έκπληξη που παραμονεύει 24/7 και μπορεί να σκάσει στην χειρότερη δυνατή στιγμή. Αναγκαστικά, θα πρέπει να κάνω μερικούς μήνες υπομονή ακόμα μέχρι να γίνει αφαίρεση του μηχανισμού στήριξης, πράγμα που ο γιατρός πιστεύει πως θα εξαλείψει όλες αυτές τις ενοχλήσεις κι αυτόν τον γαμημένο πόνο.

 Για κάποιο περίεργο λόγο, νιώθω πως οι μήνες αυτοί πέρασαν υπερβολικά γρήγορα. Για την ακρίβεια, το τραύμα, η εγχείρηση, η περίοδος ανάρρωσης κοκ. μου φαίνονται σαν πολύ παλιά γεγονότα. Πριν κάποιες μέρες, ανακοινώθηκε το lineup του φετινού Plissken, και, σχεδόν από πείσμα, έκλεισα πάλι εισιτήριο - ίσως ένας χαζός τρόπος να πω στο σύμπαν, 'bring it on!'. Μόνο που, αυτή τη φορά, έκλεισα ένα, μόνο για μένα. Δεν μου φαίνεται περίεργο ή έστω άσχημο να πάω μόνος - έτσι κι αλλιώς στα ηβεντς αυτά, πάντα πετυχαίνεις γνωστούς και φίλους. Αλλά, όπως και πέρυσι, θα ήθελα να πάω μαζί με τον άνθρωπό μου, ο οποίος, περίπου όπως η τρομακτικά έντονη ανάμνηση του τραύματος, κάπως υποχωρούσε σταδιακά αυτούς τους μήνες, απομακρυνόταν, μέχρι που μια μέρα απλά δεν ήταν πια εκεί.

 Η αλήθεια είναι πως, αρχικά, σκέφτηκα να κλείσω και πάλι δυο εισιτήρια, ίσως γιατί στην πραγματικότητα είμαι αισιόδοξος, με έναν σχεδόν αφελή τρόπο. Ότι με κάποιο τρόπο, στο τέλος πάνε όλα καλά και κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο. Αλλά αν κατάλαβα όλο αυτό το διάστημα της σταδιακής ανάρρωσης κάτι, είναι πως, ότι κι αν κάνει κάποιος, όσο και να προσπαθήσει να φέρει το σύμπαν στα μέτρα του, να ωθήσει τα πράγματα να πάνε όπως θέλει, να αντιστρέψει την εντροπία με κάποιον τρόπο, αργά η γρήγορα θα καταλάβει πως εν τέλει δεν μπορεί από μόνος του να διορθώσει κάθε κατάσταση, δεν γίνεται να τα ελέγξει όλα, ειδικά όταν περιλαμβάνεται και κάποιος άλλος άνθρωπος στην εξίσωση. Εν τέλει ότι και να κάνεις, ή να πεις, ή να εκφράσεις τέλος παντων, δεν γίνεται να αλλάξεις ριζικά την πραγματικότητα, όταν αυτή δεν συμφωνεί μαζί σου.

 Τον τελευταίο μήνα τριγυρίζει στο κεφάλι μου συνεχώς το Blade Runner του Ridley Scott. Ίσως επειδή εδώ και καιρό σκέφτομαι καταστάσεις και πράγματα απ' την παιδική μου ηλικία, σαν αυτό παραπάνω, η οποία στο μυαλό μου έχει κάτι ταυτόχρονα φουλ 80ς αλλά και κάπως απροσδιόριστο χρονικά, περίπου σαν το Λος Άντζελες του 2019. Αυτό το μείγμα neon, πολυκοσμίας, βαβούρας και synths του Βαγγέλη, μου βγάζει μια απίστευτα έντονη μελαγχολία - συγχωρέστε μου την υπερβολή, αλλά κάθε φορά που την βλέπω νιώθω σχεδόν όπως όταν πετυχαίνω οικογενειακή φωτογραφία απ' τα 80ς σε κάποιο συρτάρι, τίγκα στον κόκκο και τις in your face αποχρώσεις, κάπως σαν τις πόλαροιντ που βρίσκει ο Deckard στο διαμέρισμα της Zora.

 Νομίζω πως το Blade Runner ήταν η πρώτη ταινία που είχα δει μικρός που ανήγαγε το ζήτημα των αναμνήσεων σε μείζον plot point - και επειδή ακριβώς απ' την μέρα του ατυχήματος νιώθω να βυθίζομαι όλο και περισσότερο σε παλιές αναμνήσεις, ίσως γι' αυτό το λόγο μου βγήκε μετά από καιρό να ασχοληθώ, σε επίπεδο μονομανίας, πάλι με την ταινία αυτή. Ένα απ' τα πρώτα 'άγχη' που θυμάμαι να μου σκάνε μικρός, όταν άρχισε η μάλλον ανθυγιεινή σχέση μου με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αφορούσε την συλλογή εμπειριών, σημαντικών και μη: όλα αυτά που βλέπει κανείς, που ακούει, που βιώνει, που νιώθει, αποθηκεύονται στο μυαλό του και μόνο εκεί - zero backup - και όταν σταματήσει να υπάρχει, όλα αυτά χάνονται για πάντα. Μερικές φορές πιστεύω πως δεν υπάρχει πιο τρομακτική σκέψη από αυτή. Ίσως το μόνο πράγμα που έχει κανείς, εννοώ που είναι ολοδικό του και μόνο δικό του, είναι οι αναμνήσεις του - αλλά κι αυτές ακόμα, οι πιο έντονες, όσο καλά αποθηκευμένες και να είναι, όσο ασφαλείς και να νιώθεις πως δεν θα τις χάσεις ή πως θα 'χαλάσουν' ποτέ, μπορούν τελικά να επηρεαστούν από συνθήκες και γεγονότα κατόπιν εορτής· κι αν όχι να χαθούν οι ίδιες, να χάσουν το στοιχείο που τις έκανε τόσο ιδιαίτερες και πολύτιμες in the first place, να γίνουν ένα μ' ένα τεράστιο σωρό άλλες. Kinda like tears in rain.














Sunday, July 2, 2017

endless summer



Έχει πλάκα που κάπως έχει γίνει popular (ή εκ των ουκ ανευ, αν θέλετε) με κάποιο τρόπο να κράζουν όλοι το καλοκαίρι στο ίντερνετς. Ακόμα και ενώ παράλληλα ποστάρουν φωτογραφίες από κάποια παραλία, ταβέρνα, καλαμαράκια, τζατζίκι κλπ. Η αλήθεια είναι πως το καλοκαίρι δεν έχει κάποια σημαντική διαφορά από τις άλλες εποχές - είναι το ίδιο δύσκολη, κι αν είσαι αρκετά άτυχος ώστε να νιώθεις άνετα σε ένα πολύ περιορισμένο φάσμα θερμοκρασιών, τότε είναι, όπως και οι τελευταίοι χειμώνες, αρκετά ζόρικο.

Αυτή τη στιγμή, π.χ. είμαι συνδεδεμένος με Teamviewer σε υπολογιστή πελάτη, ο οποίος τελευταία στιγμή θυμήθηκε πως δεν έχει τα απαραίτητα προγράμματα για την δουλειά του στο λαπτοπ του, και φεύγει αύριο εκτός Αθηνών. Βλέπω λοιπόν την μπάρα εγκατάστασης του Autocad να γεμίζει βασανιστικά αργά ενώ σταγόνες ιδρώτα κυλάνε σε μέρη του σώματός μου που δεν ήξερα καν οτι υπάρχουν. Αλλά επειδή αυτό δεν είναι και η πιο ευχάριστη νοητική εικόνα, ας μιλήσουμε λίγο για το καλοκαίρι.

Το βασικό θέμα μου με το καλοκαίρι δεν είναι ούτε ο καύσωνας, ούτε οι ψυχαναγκαστικές διακοπές, ούτε ακόμα θλιβερά hashtags τύπου #summerloading, #ineedsea κλπ. Είναι κάτι το οποίο έχει εντυπωθεί μέσα μου από πολύ μικρή ηλικία και νομίζω έχει με κάποιον τρόπο μείνει μαζί μου από τότε (surprise!).

Παλιά, όταν μέναμε στην Κυψέλη, υπήρχε ένας πίνακας στον τοίχο στο καθιστικό, κρεμασμένος ακριβώς πάνω απ' τον καναπέ. Δεν θυμάμαι ούτε ποιος ήταν ο καλλιτέχνης, ούτε που βρίσκεται ο πίνακας αυτός τώρα. Αλλά τον θυμάμαι με τόση έντονη λεπτομέρεια, που θα μπορούσα να τον ζωγραφίσω επιτόπου. Απεικόνιζε ένα ανοιχτό παράθυρο διαμερίσματος, έξω απ' το οποίο φαινόταν μια πόλη, μεσημέρι καλοκαιριού. Όταν τον είχα πρωτοδεί, σκέφτηκα ότι κάποιος είχε ζωγραφίσει την θέα απ' το διαμέρισμά μας στην Σπετσών: κτήρια παντού, κεραίες, θερμοσίφωνες, σκιές πουθενά (άρα φουλ ντάλα ήλιος μεσημέρι) και αυτή η διάχυτη αίσθηση αδράνειας που συνοδεύει τις ώρες αυτές. Ένας πραγματικά αποπνικτικός συνδυασμός.

Για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω πρόβλημα με την αδράνεια - τουλάχιστον όταν αυτή είναι δική μου επιλογή. Αλλά απο μικρός, οι ώρες αυτές του μεσημεριού αποτελούσαν ένα είδος 'απαγόρευσης κυκλοφορίας'. Στο σπίτι, όλοι θα κοιμόντουσαν, και πολλές φορές θα περιμέναν κι απο μένα να κοιμάμαι ("γιατί είναι σημαντικός ο μεσημεριανός ύπνος"). Στις διακοπές, το ίδιο - με περισσότερο ψυχαναγκασμό, μιας και "αν δεν κοιμηθείς το μεσημέρι πως θα αντέξεις το βράδυ". Και στην κατασκήνωση, την οποία έφαγα στη μούρη για αρκετά χρόνια μικρός, οι πιο απάλευτες ώρες ήταν αυτές της μεσημεριανής ξεκούρασης. Ο ήλιος να πέφτει κάθετα, αμείλικτος, ησυχία παντού, τζιτζίκια, να μην κουνιέται ούτε φύλλο και η σκέψη ότι 'χμ κάπως έτσι θα είναι να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος στη γη'.

Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα ότι ένας απ' τους λόγους που τα μεσημέρια του καλοκαιριού (αλλά και γενικότερα οι 'νεκροί' μήνες των διακοπών) μου προξενούσαν απελπισία, ήταν ότι μοιάζουν κάπως με λευκές σελίδες: το σχολείο σταματάει, η σχολή κλείνει, η δουλειά διακόπτεται, και ξαφνικά βρίσκεσαι με απίστευτα πολύ ελεύθερο χρόνο, τον οποίο μπορείς να κάνεις ότι θες, χωρίς περιορισμούς απο προγράμματα, ρουτίνες κλπ. Είναι ουσιαστικά η εποχή εκείνη του χρόνου που μπορείς να την φτιάξεις εσύ όπως θες. Και αυτό με τρομάζει απίστευτα. Με τρομάζει και με αγχώνει όταν με ρωτάνε τι θα κάνω και που θα πάω το καλοκαίρι, όταν ακούω σχέδια για διακοπές που μοιάζουν με ταινία Indiana Jones, με εκνευρίζει το στενάχωρο ύφος στο πρόσωπο του άλλου όταν απαντάω 'δεν ξέρω, λογικά Αθήνα, δεν είμαι πολύ των διακοπών'. Και με τρομάζει επειδή νιώθω ότι μου λείπει κάτι το οποίο έχουν όλοι γύρω μου, ακόμα και οι πιο κοντινοί άνθρωποι, κάτι το οποίο εγω μπορώ μονάχα να υποδύομαι ότι έχω (μιας και εχω πάει αρκετά καλοκαίρια διακοπές, πάντα ακολουθώντας όμως) - κάτι που βγαίνει στους άλλους φυσικά, όχι ψυχαναγκαστικά. Και το οποίο εν τέλει τους επιτρέπει να αντιμετωπίζουν αυτές τις κενές σελίδες κάθε καλοκαιριού με ενθουσιασμό και προσμονή, χωρίς άγχος ή την αίσθηση ότι κάνουν όλα αυτά επειδή το ορίζει κάποια κοινωνική σύμβαση.

Ίσως το πρόβλημα εντοπίζεται στην 'απογύμνωση' της καθημερινότητας που προσφέρει το καλοκαίρι. Χωρίς πρόγραμμα, δουλειά, ρουτίνα και με άπειρους βαθμούς ελευθερίας, ακόμα και η πιο περίτεχνα σκηνοθετημένη απομίμηση 'φυσιολογικής' ζωής καταρρέει. 'Φυσιολογικής'... Πως να το πω.. Ζωής που πηγάζει φυσικά από μέσα σου, χωρίς άγχος και φόβο για το παραμικρό, χωρίς βασικά την αίσθηση ότι υπάρχεις προσπαθώντας 24/7 να βρεις αυτό το elusive στοιχείο που βγαίνει κάπως φυσικά στους ανθρώπους γύρω σου. Είναι κάπως σαν να προσπαθείς να διασχίσεις μια λίμνη κολυμπώντας ενώ νιώθεις το σώμα σου κουρασμένο και να σταματάς για να πάρεις μια ανάσα και να βλέπεις άλλους να περπατάνε, βασικά να γλυστράνε σχεδόν, λίγο πάνω απ' την επιφάνεια του νερού. Και αυτές τις γαμημένες μεσημεριανές ώρες, είναι που σκάει πιο έντονα από ποτέ αυτό το συναίσθημα αποξένωσης - η συνειδητοποιηση πως, ότι και να κάνεις, ποτέ δεν θα μπορέσεις να γίνεις κομμάτι αυτού του κόσμου, όχι πραγματικά τουλάχιστον. Πως τελικά ήταν, είναι και θα είναι πάντα μεσημέρι καλοκαιριού.

Ωπ. Τέλειωσε η εγκατάσταση του Autocad...



Monday, May 1, 2017

o let it be




Κάθε φορά που πατάω 'publish' σ' ένα ποστ εδω πέρα, νιώθω ένα περίεργο αίσθημα ανακούφισης. Είναι σαν να φεύγει, για λίγο τουλάχιστον, ένα βάρος από πάνω μου. Είχα ξεχάσει πως είναι αυτό.. Το μπλογκ είχε κυριολεκτικά αραχνιάσει, κι όταν μου έσκαγε πως ήθελα να γράψω κάτι, ένα ποστ, το ανέβαλα συνειδητά, όπως κάνω σχεδόν με τα πάντα.

Η αναβολή πραγμάτων είναι ίσως το αγαπημένο μου άθλημα. Το οποίο είναι περίεργο, μιας και το άγχος είναι κολλητός 24/7, κάποιες φορές είναι πραγματικά ανυπόφορο, και η αναβολή σίγουρα το τροφοδοτεί, καύσιμο 100 οκτανίων φάση, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Είναι στο DNA μου. Όλα θα γίνονται τελευταία στιγμή, αν γίνονται καν in the first place.

Σίγουρα αυτός ο τρόπος σκέψης είναι αλληλένδετος τόσο με την αίσθηση μη-ελέγχου που περιγράφω σε προηγούμενα ποστ όσο και με την αίσθηση αποξένωσης από τον κόσμο. Το ότι αναβάλω συνεχώς πράγματα δεν σημαίνει πως αράζω βέβαια - έτσι κι αλλιώς, η προσπάθεια με νύχια και δόντια απλά για να μπορώ να υπάρχω, η σκέψη και πίεση και άγχος και φόβος που συνοδεύουν ακόμα και το πιο απλό καθημερινό πρακτικό πρόβλημα είναι σχεδόν απτά και απίστευτα χρονοβόρα και κουραστικά. Είναι σαν την χειρότερη δουλειά στον κόσμο, μερικές φορές είναι πραγματικά σαν κάτεργο.

Ένας άνθρωπος πολύ σημαντικός για μένα, σε μια από αυτές τις στιγμές έντασης και θυμού, που άθελά σου μπορεί να σου ξεφύγει μια πολύ σκληρή και στενάχωρη αλήθεια αλλά αλήθεια nonetheless, μου είπε πως κινούμαι στον κόσμο, στη ζωή βασικά, κάπως σαν φάντασμα, σαν σκιά. Σαν να μην υπάρχω πραγματικά. Σαν να μην έχω φιλοδοξίες ούτε μακρυπρόθεσμους στόχους, σχεδόν σαν να μην έχω όνειρα, σαν να μην θέλω να φτιάξω ούτε εμένα ούτε την ζωή μου. Και πως αυτό, αναπόφευκτα, διαχέεται και στους γύρω μου, σαν ραδιενέργεια. Και, σε μεγάλο βαθμό, ο άνθρωπος αυτός έχει δίκιο. Πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να σου βγάλουν έναν καθρέφτη μπροστά σου και να σε κάνουν να δεις πράγματα που επιμελώς είτε σπρώχνεις κάτω απ' το χαλί, ή ελπίζεις ότι δεν θα φανούν προς τα έξω. Όσο στενάχωρη και να ήταν λοιπόν αυτή η αλήθεια, είμαι ευγνώμον γι' αυτήν.

Απ' όσο μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου, ο στόχος μου είναι να βγάλω ακόμα μια ημέρα, κι ακόμα μια, κι ακόμα μια.. Getting by φάση. Just getting by. Έχω συνηθίσει, έχω μάθει βασικά, να αναζητώ τις πιο βραχυπρόθεσμες και απλές απολαύσεις - ένα ωραίο, ανθυγιεινό γεύμα, μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, ένα κόμικ, ένα άλμπουμ, μια ακόμα φιγούρα στη συλλογή μου. Ακόμα και οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους χτίζονταν σ' αυτή τη βάση - γρήγορες, άμεσες σχεδόν απολαβές, είτε σε φιλικό είτε σε ερωτικό επίπεδο. Είχα την ανάγκη συντροφικότητας; Θα έκανα μια σχέση, προδιαγεγραμμένη να αυτοκαταστραφεί μετά από ένα ορισμένο - βολικό - διάστημα. Ήθελα παρέα; Θα έβρισκα ανθρώπους να μπορέσω να μοιραστώ κάποια έστω απ' τα βάρη που ένιωθα, και μετά θα τρύπωνα πάλι στο κουκούλι μου. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που δυσκολεύομαι πάρα πολύ να πω 'όχι', όταν μου ζητήσει κάτι κάποιος, που θα προσφερθώ για κάτι πριν καν χρειαστεί να το ζητήσει - είναι κάτι σαν ένας τρόπος να ξεπληρώσω το χρέος μου προς τον κόσμο, για το ότι, αν και δεν αποτελώ κομμάτι του, τον απομυζώ κάπως, σαν βαμπίρ που κάθε βράδυ πρέπει να ρουφήξει λίγο αίμα για να συνεχίσει να υπάρχει. Υπάρχει τίποτα πιο εγωιστικό απ' αυτό;

Δεν έχω πραγματικά ιδέα πως να υπάρχω, πως να ζω, όπως κάνουν οι άνθρωποι. Μπορώ να το μιμηθώ μονάχα, να κάνω μια καλή αναπαράσταση, αλλά πραγματικά δεν ξέρω τίποτα. Ξέρω μόνο πως να επιβιώνω, μέρα με τη μέρα, αναβάλλοντας την ζωή γι' αργότερα, πάντα αργότερα. Κάποια βράδια, κοιτώντας το ταβάνι, σκέφτομαι πως είμαι σαν μαύρη τρύπα - καταναλώνω, καταναλώνω, αέρα, τροφή, νερό, αγάπη... Κι ενω νιώθω ότι θέλω όλα αυτά να τα δώσω πίσω, φοβάμαι κι αυτό ακόμα, φοβάμαι όπως το βαμπίρ που ίσως χρειαστεί, μια φορά, να μείνει έξω μέχρι την ανατολή του ηλίου, και ίσως καεί, ίσως γίνει στάχτη, σαν τα βαμπίρ του Buffy. 

Για την ακρίβεια, φοβόμουν. Παρελθοντικός χρόνος. Γιατί όσο τρομακτική και να είναι η ζωή, εννοώ η πραγματική ζωή, η συνήθεια που αποκαλώ ζωή είναι, σε βάθος χρόνου, ακόμα πιο ζοφερή, με κάπως προδιαγεγραμμένα άσχημη κατάληξη. Οπότε, πήρα μια απόφαση - αυτή τη φορά, θα προσπαθήσω να τα κάνω όλα διαφορετικά. Αυτή τη φορά, όχι άλλη. Όχι άλλη αναβολή. Όλα. Γιατί συνειδητοποιώ πως είναι εύκολο εν τέλει να συνηθίσει κανείς τα πάντα, ακόμα και να τα κάνει όλα λάθος, ακόμα και να πληγώνει τον ίδιο του τον εαυτό, μαζί με τους άλλους. Είναι πολύ πιθανό ότι στο εγχείρημα αυτό θα φάω τα μούτρα μου - αλλά κι αυτό ακόμα το ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο του πόνου, είναι κάτι νέο, διαφορετικό, σχεδόν συναρπαστικό. Σαν τις κραυγές μίσους που προσμένει στον Ξένο ο Μερσώ την ημέρα της εκτέλεσής του, για να νιώσει λιγότερο μόνος, για να νιώσει λιγότερο ξένο τον κόσμο. Μπορεί ποτέ να μην μάθω πως να ζω, ή να είμαι καλά, αλλά τουλάχιστον ξέρω ότι θέλω. Μπορεί ποτέ να μην καταφέρω να αγαπήσω τον εαυτό μου όπως θα έπρεπε, όπως λένε και στα σελφ χελπ βιβλία - και ίσως έχουν δίκιο - αλλά ξέρω ότι έχω τεράστια αποθέματα αγάπης μέσα μου, πιο πολλά απ' ότι χρειάζεται ένας άνθρωπος μόνος του, ξέρω ότι έχω την ικανότητα να νιώσω και όμορφα, εκτός από άσχημα, και να κάνω και τους άλλους να νιώσουν έτσι, ξέρω ότι έχω ζεστό αίμα στις φλέβες μου και όνειρα, όνειρα που δεν περιλαμβάνουν μόνο εμένα, τα ξέρω όλα αυτά, καθώς νιώθω το δέρμα μου να καίγεται απ' τον ήλιο που ανατέλλει.

Μερικές φορές σκέφτομαι κάτι που μου χε πει η φίλη Μάρθα, πριν καιρό. Πως κάποιοι άνθρωποι, που δεν έχουν βρει τον τρόπο να αγαπήσουν τον εαυτό τους, έχουν αγάπη που ξεχειλίζει σχεδόν από μέσα τους, και το μόνο που θέλουν είναι να την δώσουν σε κάποιον όμοιό τους, σ' έναν άλλο επίσης ξένο, με την ελπίδα κι ο άλλος να δώσει λίγη πίσω και να μπορέσει έτσι να επιτευχθεί μια ισορροπία, ένας τρόπος να ζουν κι όχι απλά να υπάρχουν.  

Όλοι εσείς που διαβάζετε αυτό το κείμενο, που ίσως κάποτε πίστευα ότι με έχετε πληγώσει επειδή δεν μου δίνατε αίμα κάθε βράδυ, που την προσπάθειά σας να με τραβήξετε στο φως του ήλιου την εκλάμβανα ως μια ακόμη εχθρική πράξη του κόσμου προς εμένα, που σας άφησα να πλησιάσετε όσο χρειαζόταν για να δαγκώσω λίγο τον λαιμό σας και να συνεχίζω να υπάρχω, και που η φυγή σας ένιωθα πως ήταν απόλυτα εγωιστική καθώς κατάπινα το αίμα σας, θεωρώντας πάντα τον εαυτό μου θύμα και ποτέ θύτη, απ' όλους εσάς, σας ζητώ την πιο ειλικρινή συγνώμη.

Ο ήλιος είναι εκτυφλωτικός, με καίει και κάνει τα πάντα να λάμπουν, σχεδόν με τυφλώνει, μπορεί να με κάνει στάχτη - και αυτό είναι οκ.

Έχει ωραία μέρα σήμερα. Ίσως πάω στη θάλασσα.

Θα πάω στη θάλασσα.


"Oh, my soul. Let me be in you now. 
Look out through my eyes. 
Look out at the things you made. 
All things shining."

-Pvt. Edward P. Train, The Thin Red Line






Saturday, April 29, 2017

death of a party




Μισώ τα πάρτυ. Τα σιχαίνομαι, συχνά ακόμα και καλών φίλων. Όμως τώρα που έχω (;) την προσοχή σας, θ' αρχίσω από αλλού..


Μέσα στις διακοπές, αναπόφευκτα, έπρεπε να διακόψω τις συνεδρίες με τον γιατρό μου. Είναι τρομερό το πως δημιουργείς μέσα στο κεφάλι σου μια σχέση με εναν ανθρωπο, ο οποίος σε βοηθάει σχεδόν πρακτικά, τύπου να την βγάζεις πέρα, όχι αστεία, και το πόσο εύκολο είναι στη σχέση αυτή τα σαφή, προκαθορισμένα όρια μεταξύ ασθενή και ψυχιάτρου να θολώσουν, απ' την πλευρά του ασθενή πάντα.

Ήταν κι αυτό ένα απαίσιο Πάσχα, όπως είναι συνήθως οι γιορτές αυτές. Δεν αναφέρομαι στα έθιμα κι όλα αυτά, αν και έχουν κάτι εγγενώς αντιαισθητικό.. Είναι αυτή η αίσθηση σαν μίνι ενόχληση στο στομάχι, κάτι σαν ίλιγγος, που σε πιάνει όταν σκέφτεσαι μια δυσάρεστη ανάμνηση - αυτή την αίσθηση μου βγάζει το Πάσχα. Καθόλου περίεργο, μιας κι από τις διακοπές του Πάσχα, τις ενήλικες τουλάχιστον, έχω κυρίως άσχημες αναμνήσεις. Αλλά πριν μιλήσω γι' αυτές, πρέπει να μιλήσω για την 'υπερδύναμή' μου.

Αν έχω κάποιο χάρισμα, αυτό είναι το ότι θυμάμαι σχεδόν τα πάντα. Είναι λες και το μυαλό μου δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποια πληροφορία ή εμπειρία είναι σημαντική και ποια όχι, οπότε τις καταγράφει όλες με την ίδια ευκρίνεια. Πολλές φορές, αυτή η ιδιαιτερότητα λειτουργεί βοηθητικά, κυρίως σε πρακτικό επίπεδο - απομνημόνευση τηλεφώνων, διευθύνσεων, θέση κλειδιών, του αναπτήρα, του ασύρματου τηλεφώνου κ.ο.κ.

Κάθε εμπειρία καταγράφεται μαζί με όλο το φάσμα των αισθήσεων και συναισθημάτων που την συνοδεύουν; η θερμοκρασία, ο ανεπαίσθητος αέρας που μερικές φορές δεν είναι ούτε κρύος ούτε ζεστός, η αίσθηση του υφάσματος του πλυμένου με υπερβολικά πολύ μαλακτικό τισερτ στο στήθος, η άβολη γωνία της ζώνης που έβαλες βιαστικά με το ένα χέρι αφού ήδη είχες ξεπαρκάρει σαν τρελός επειδή ο τύπος που περιμένει να παρκάρει κορνάρει, το σκουπιδάκι στο παπούτσι σου το οποίο, λες κι έχει νοημοσύνη, έχει εντοπίσει και μετακινηθεί στο κατάλληλο σημείο ανάμεσα στον πάτο και την κάλτσα για μάξιμουμ ενόχληση, το βάρος του γεμάτο κέρματα πορτοφολιού στην τσέπη του μπουφάν που κάθε φορά που το ανοίγεις σκέφτεσαι 'πρέπει να πάρω ενα καινούριο επιτέλους' - αλλά δεν το κάνεις ποτέ, ο ιδρώτας στο μέτωπο, η γεύση πίσσας στο πάνω χείλος από τα πολλά τσιγάρα, η μυρωδιά του αποσμητικού, η εκκωφαντική ησυχία που ακολουθεί άβολες συζητήσεις, η ανατριχίλα μαζί με ζεστασιά κάπως που μπορεί να φέρει ένα απλό άγγιγμα, οταν κοιτάς κάποιον στα μάτια και σε κοιτάζει κι αυτός και περνάνε τα δευτερόλεπτα και είναι υπέροχο και για λίγο ξεχνάς πως μπορείς να τα ανοιγοκλείσεις, δεν χρειάζεται βασικά, η οικειότητα μιας ατάκας που μπορεί να είναι χαζή αουτ οφ κόντεξτ αλλά είναι ένα πράγμα δικό σου, δικό σας βασικά, κι έχει απίστευτη σημασία εκείνη την στιγμή που την ακούς, σχεδόν κρέμεται η ζωή σου από αυτό τον απλό συνδυασμό φθόγγων, ο κάπως μεταλλικός ήχος που κάνει η πόρτα του αυτοκινήτου όταν κλείνει και το 'κλακ κλακ κλακ' των αλάρμ που ξαφνικά είναι το μόνο πράγμα που φτάνει στ' αυτιά σου, η απίστευτη γεύση ενός φιλιού μαζί με το κοκτέιλ σάλιου, τσιγάρου και αλκοόλ, ένα απλό χαμόγελο που θα θελες να μπορούσες να ανοίγεις μπροστά σου σαν τα μάτια σου να ήταν οθόνη πισι και να το βάζεις φουλσκρην σκρηνσεηβερ σε άσχημες φάσεις, η θαλπωρή που νιώθεις όταν τα σώματά σας γίνονται ένα, η λυσσα σχεδόν ενός δαγκώματος στον αυχένα, τέλος πάντων, όλα αυτά, τα πάντα μαζί: όραση, αφή, ακοή, γεύση, αφή, ενθουσιασμός, ενοχή, πόθος, καύλα, σκουπιδίλα, πόνος, αγάπη, έρωτας, αδικία, στενοχώρια.. Η λίστα είναι πέραν του εύρους αυτού του κειμένου.

Κάθε λεπτό που περνάει, έχω ανλιμιτεντ πρόσβαση σε μια τεράστια βιβλιοθήκη αναμνήσεων - από τις πιο ασήμαντες μέχρι τις πιο σημαντικές, όλες στο ίδιο ράφι. Κάθε στιγμή, σχεδόν σαν αυτά τα σπαστικά ποπαπς-διαφημίσεις σε τορρεντάδικα, οποιαδήποτε μπορεί να ξεπηδήσει και να αρχίζει να παίζει, με απόλυτη, σχεδόν κρυστάλλινη λεπτομέρεια. Ίσως γι' αυτό το λόγο μερικές φορές φαίνομαι σαν ο πιο αφηρημένος άνθρωπος στον πλανήτη. Νομίζω ότι έχω περάσει τον περισσότερο χρόνο μου απλά παίζοντας στο κεφάλι μου αναμνήσεις, ψάχνοντας λεπτομέρειες, ζω γι' αυτές βασικά, λεπτομέρειες σε αισθήσεις και συναισθήματα που μπορεί να μην είχα παρατηρήσει καθώς αυτές διαδραματίζονταν ιν ρηαλ ταιμ, σκαλίζοντας το πως κάθε συγκεκριμένη δράση είχε μια αντίδραση και το πως, αν υπήρχε μια χρονομηχανή, ή ένας τρόπος να περνάει κανείς από το ένα παράλληλο σύμπαν στο άλλο, θα μπορούσαν κάποια πράγματα, ασήμαντα εκείνη την στιγμή, να οδηγήσουν σε διαφορετικές αναμνήσεις. Ενδεχομενικότητα φάση. Διότι η στενάχωρη αλήθεια είναι πως οι αναμνήσεις που αρχίζει να παίζει χωρίς προειδοποίηση το μυαλό μου στο ντιβιντι της βιβλιοθήκης, είναι κυρίως άσχημες. Λένε πως ο χρόνος κάπως τα αμβλύνει όλα, όμορφα και άσχημα μαζί, αλλά η εμπειρία μου είναι διαφορετική: κάθε 'πλεημπακ' μιας ανάμνησης ειναι σχεδόν μη διακρίσιμη στο κεφάλι μου από την πραγματικότητα.  Ενίοτε μου έρχεται στο μυαλό εκείνη η κλασσική ερώτηση σε κάτι τεστ προσωπικότητας, του τύπου 'αν μπορούσες να αλλάξεις ένα πράγμα στο παρελθόν, θα το έκανες;'. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι θα άλλαζα τα πάντα, τα πάντα πραγματικά. Θα τα έκανα διαφορετικά, καλύτερα, θα μετέτρεπα τις δυσάρεστες αναμνήσεις σε όμορφες και τις όμορφες, κάπως θα τις έκανα ακόμα πιο όμορφες, θα τις έκανα τέλειες.

Σε μια συνεδρία με τον ψυ, του είχα πει πως, 24/7, νιώθω ότι είτε παίζω 'μαγνητοσκοπήσεις' καταστάσεων στο κεφάλι μου, είτε 'simulations' των εκατοντάδων, ίσως χιλιάδων, διαφορετικών ενδεχομενικοτήτων. Συχνά πιάνω τον εαυτό μου να συνειδητοποιεί ότι απλά δεν είμαι εκεί. Κάποιες φορές, η ύπαρξη αυτής της αχανούς βιβλιοθήκης με τρομάζει - πρώτον διότι δεν θεωρώ ότι στα 33 χρόνια που βρίσκομαι σ' αυτό τον βράχο έχω ζήσει κάτι συγκλονιστικό, οπότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχω φτιάξει την πιο αδιάφορη βιβλιοθήκη αναμνήσεων στον κόσμο. Και δεύτερον, κι αυτό είναι το πραγματικά τρομακτικό, αν νιώθω σχεδόν overwhelmed απ' όλα αυτά που έχει καταγράψει το κεφάλι μου στις 3 περίπου αυτές δεκαετίες, τότε τι θα γίνει με όλα αυτά που θα έρθουν στο μέλλον; Σίγουρα, κάθε βιβλιοθήκη, ή αρχείο, έχει μια ορισμένη χωρητικότητα.

Πάμε πάλι στα του Πάσχα, διότι γι' ακόμη μια φορά πολυλογώ. Με την ακρίβεια ατομικού ρολογιού καισίου, κάθε Πάσχα αντί για τον Ιησού απ' τη Ναζαρέτ, το κεφάλι μου παίζει best of compilations από άσχημες καταστάσεις από παλιότερες διακοπές. Καταστάσεις που μερικές φορές νιώθω καταδικασμένος να ζω ξανά και ξανά, διότι αυτός ο τρόπος σκέψης έχει σίγουρα κι ένα στοιχείο αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Την περίτεχνα ντρεσσαρισμένη αλλά αναπόφευκτα πηχτή σαν μελάσσα ατμόσφαιρα οικογενειακού φαγητού την τελευταία Κυριακή του Πάσχα πριν νικήσει ο καρκίνος την αδερφή του πατέρα μου. Την αίσθηση απόρριψης απο άνθρωπο με τον οποίο έχεις πιστέψει ότι κάνατε κλικ κι αυτός εξαφανίστηκε στην αρχή της Μ. Βδομάδας. Το ότι ο Αντώνης, ο 'μεγάλος' που θα καθόσασταν και θα μιλάγατε για Star Wars και αυτοκίνητα δεν υπάρχει πια. Τα ηλίθια 'αστεία' σχόλια απο οικογενειακούς φίλους σε εκδρομή για το πως ο Θέμης ξοδεύει τόσο σαπούνι και ειναι συνεχώς σε έναν νιπτήρα. Μια αλληλουχία από παρεμφερείς καταστάσεις, άλλες πιο άσχημες, άλλες λιγότερο, αλλά άσχημες παρ' όλα αυτά, κάθε Πάσχα.

Στην πρώτη μας συνεδρία μετά από αυτό το τελευταίο σκατένιο Πάσχα, ένιωθα μια ακαθισία και νευρικότητα. Αυτή δεν άργησε να εκδηλωθεί ανοιχτά σε θυμό. Ο γιατρός μου μου είπε πως είναι φυσικό, εξαιτίας της σχέσης την οποία περιέγραφα παραπάνω, να νιώθω εγκαταλειμμένος από αυτόν, όταν λόγω εορτών-διακοπών κλπ πρέπει αναγκαστικά να διακόπτουμε τις συναντήσεις μας. Η αλήθεια είναι πως ναι, ένιωθα εγκαταλελειμμένος από τον γιατρό μου, αλλά όχι μόνο. Ένιωθα εγκαταλειμένος από όλους και όλα. Για την ακρίβεια, ένιωθα κάπως σαν να είμαι πάλι παιδί, καθισμένο στο πίσω κάθισμα του Καντετ της οικογένειας, ένας θεατής που βλέπει να περνάνε κτήρια και βενζινάδικα και κόσμο που περιμένει στα φανάρια και ταξί και φορτηγά και μια ζωή εντελώς χαοτική και φρενήρη και που απλά περιμένει την στιγμή που θα του πει κάποιος 'φτάσαμε' και θα πρέπει ν' ανοίξει την πόρτα. Είναι κάπως ειρωνικό το ότι σχεδόν πάντα πλέον θα είμαι ο τύπος πίσω απ' το τιμόνι ενός αυτοκινήτου, ο designated driver ας πούμε, αυτός που θα βοηθήσει σε μετακόμιση ή θα πετάξει έναν φίλο κάπου, σε δουλειά, στο νοσοκομείο, όπου χρειαστεί, αυτός που αναλαμβάνει ευθύνη και προσπαθεί να ανταποκρίνεται σε αυτή, αλλά παράλληλα αυτή η παιδική ανάμνηση απ' το πίσω κάθισμα, του μηδενικού ελέγχου, παίζει ξανά και ξανά, σαν να είναι εγγεγραμένη πάνω μου, χαραγμένη στο δέρμα μου σχεδόν.

Στο προηγούμενο κείμενο περιέγραφα το πως η αγαπημένες μου φάσεις στην διαδικασία της κοινωνικοποίησης αφορούν την ίδια την διαδικασία της μετακίνησης από και προς το σημείο συνάντησης ή εξόδου, με άλλα λόγια τα λίγα ή πολλά  -ευλογημένα!- λεπτά που έχω κάποιου είδους έλεγχο, πίσω από το τιμόνι. Η πράξη της εξόδου αυτή καθαυτή με αφήνει στις καλύτερες των περιπτώσεων αδιάφορο. Το τσεκάρισμα του ρολογιού ξανά και ξανά είναι εκ των ουκ άνευ, όπως και η καλά δουλεμένη μου ικανότητα να μπορώ είτε να εξαφανιστώ από κάποιο κοινωνικό ηβεντ σαν νιντζα, ή να χρησιμοποιώ μια αρκετά καλή (όχι πειστική, αλλά οχι και προσβλητική για τους άλλους) δικαιολογία, για να μπορώ να κλείσω την πόρτα και να νιώσω ότι είμαι πάλι προστατευμένος, έστω και για λίγο, από τον κόσμο.

Αν υπάρχει κάποιο είδος ηβεντ που βρίσκω πιο ανυπόφορο απ' όλα τα άλλα, αυτά είναι τα πάρτυ. Για την ακρίβεια, δεν είναι απλά ανυπόφορα, είναι σχεδόν μίσος αυτό που τρέφω προς αυτά. Και το θεμέλιο αυτού του μίσους ακόμα μπορεί να το εντοπίσει κανείς -που αλλού;- στην παιδική ηλικία. Τα παιδικά πάρτυ, απ' όταν άρχισα να συνυπάρχω με συνομήλικούς μου, ήταν κάτι σαν ένα πράγμα που όφειλε κανείς να συμμετέχει, αν ήθελε να γίνει με κάποιο τρόπο μέρος του κόσμου και όχι να παραμείνει δορυφόρος του. Ήταν απλά κάτι που έπρεπε να γίνει, αν ήθελες να υπάρχεις σε κάποιο βαθμό. 

Εκείνα τα παιδικά χρόνια ήταν που άρχισα να συνειδητοποιώ σταδιακά πως αυτός ο κόσμος είναι βαθιά εχθρικός και ανταγωνιστικός, λες και η ίδια του η φύση είναι ο εγωισμός και η πλήρης αδιαφορία του προς όλους και όλα, μονολιθικός και συμπαγής, σχεδόν απόλυτα ξένος, και - το πιο στενάχωρο- πως, δυστυχώς, είναι ο μόνος κόσμος που υπάρχει. Όπως έλεγε κι ο λοχίας στο Thin Red Line, 'there ain't some other world where everything's going to be okay. There's just this one, just this rock.'

Κατά μια έννοια, ήμουν τυχερός - σπάνια θα ήμουν καλεσμένος σε κάποιο από εκείνα τα πάρτυ. Απ' την άλλη, όταν με καλούσαν, ανταποκρινόμουν θετικά, χωρίς όμως να έχω κάποια όρεξη για κάτι τέτοιο. Κυρίως άγχος και φόβο, σαν να επρόκειτο να πάρω μέρος σε μια δοκιμασία. Νομίζω πως μέσα απ' αυτή τη διαδικασία, του να κάνω πράγματα που δεν ήθελα πραγματικά με στόχο να μπορέσω κάπως να υπάρξω σ' έναν κόσμο που, παρ' όλη τη σκατίλα του, ήταν η μόνη επιλογή, ανακάλυψα πως, ακόμα κι αν δεν θα μπορούσα ποτέ απλά να υπάρχω, ή έστω να καταλάβω πράγματα βασικά τα οποία αν υπήρχε θεός θα έβγαζε κάποιο μάνιουαλ γι' αυτά, μπορούσα κάπως να τα μιμηθώ. Μερικές φορές, να τα μιμηθώ καλά. Πολύ καλά. Από ένα σημείο κι έπειτα, σχεδόν δε μπορούσες να ξεχωρίσεις την μίμηση απ' το ρηαλ θινγκ, αν δεν έδινες σημασία σε λεπτομέρειες. Μπορεί ποτέ να μην γινόμουν και να ένιωθα κομμάτι αυτού του κόσμου, αλλά είχα βρει έναν τρόπο, μια αόρατη στολή ας πούμε, που θα μου επέτρεπε να κινούμαι και να υπάρχω καμουφλαρισμένος μέσα σε αυτόν.

Παραδόξως, αυτή η στολή έχει περάσει διάφορα revisions κι αποτελείται πλέον από αρκετά πιο λεπτό ύφασμα. Αν ξεχαστώ, μπορεί μερικές φορές και να πιστέψω ότι δεν υπάρχει καν. Λίγοι, πολύ λίγοι άνθρωποι, μπορούν να την διακρίνουν. Ακόμα πιο λίγοι, ίσως επειδή κι αυτοί φοράνε στολές από μικροί, και ξέρουν, έχουν καταφέρει να με βοηθήσουν να την βγάλω - μερικές φορές, απλά την έχουν σκίσει, με τον ίδιο τρόπο που είναι τελικά λιγότερο επίπονο να τραβήξεις απότομα το χανζαπλαστ απ' το να το βγάλεις σιγά σιγά. Όταν γίνεται κάτι τέτοιο, καταλαβαίνω πως αυτός ο κόσμος δεν είναι εντελώς για πέταμα, τουλάχιστον όχι όλος, και πως δεν είμαι μόνος. Και, κάθε φορά που σκίζεται η στολή, για όσο κρατήσει τέλος πάντων, νιώθω σχεδόν δέος για τους ανθρώπους που μπορούν και υπάρχουν σ' αυτόν χωρίς καμιά προστασία, με τη στολή να είναι το ίδιο τους το δέρμα. Είναι σαν να μην ακουμπούν καν τα πόδια τους στο έδαφος, να ίπτανται λίγα εκατοστά πιο πάνω, και να γλιστράνε κάπως πάνω του. Νιώθω θαυμασμό και ένα είδος φθόνου μαζί. Νιώθω πως ίσως τελικά υπήρχε εκείνο το γαμημένο εγχειρίδιο χρήσης για τον κόσμο και απλά δεν έπεσε ποτέ στα χέρια μου, κάτι σαν τις σημειώσεις Κβαντομηχανικής στο Φυσικό. 

Φυσικά, συνεχίζω να απεχθάνομαι τα πάρτυ με κάθε κύτταρο του σώματός μου. Κατ' αρχάς, μου φαίνονται ίσως τα πιο μοναχικά πράγματα που περιλαμβάνουν περισσότερους από έναν άνθρωπο, μερικές φορές ακόμα πιο μοναχικά κι απ' αυτό. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν βρεθώ σε κάποιο, η αίσθηση αποξένωσης, ότι απλά δεν είμαι εκεί, είναι αρκετή για να με κάνει να φύγω με το που τελειώσω την κοκακολα μου. Αλλά πιο πολύ τα μισώ, μάλλον επειδή μια φορά, σε πάρτυ, έχω νιώσει το είδος της ελευθερίας που περιέγραφα στο προηγούμενο πόστ, φάση ότι μπορώ να κάνω τα πάντα γαμώ το χριστό, την αίσθηση ότι ο αυτόματος πιλότος έχει απενεργοποιηθεί, η στολή; who the fuck cares!, τα λαμπάκια 'βάλτε τη ζώνη σας' και 'μην καπνίζετε' έχουν ανάψει και σκέφτομαι 'δε γαμιέται' καθώς παίρνω το πηδάλιο. Έχω νιώσει ότι όχι μόνο μπορώ να υπάρχω, ότι τελικά ίσως όλα μπορεί να πάνε εν τέλει καλά. Που; Σε πάρτυ! Πραγματικά η ειρωνία είναι κι αυτή μάλλον βασικό συστατικό αυτού του κόσμου, δεν εξηγείται αλλιώς. Κάτι που επιβεβαιώνεται κι απ' το ότι, παράλληλα, μια άλλη φορά, πάλι εξαιτίας ενός πάρτυ, έχω νιώσει πως, όσο και να πιστεύεις ότι μπορεί να πετάς, όσο Flight Simulator και να έχεις παίξει, όσα sims και να έχεις τερματίσει στο πισί, δεν είσαι πιλότος, ίσως ούτε καν απλός οδηγός, όχι πραγματικά, είσαι στο πτυσσόμενο καθισματάκι πίσω απ' το πιλοτήριο και βλέπεις το έδαφος να έρχεται κατά πάνω σου και τη στιγμή εκείνη συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις όχι μόνο που είναι η στολή σου, δεν ξέρεις που είναι η έξοδος κινδύνου, δεν ξέρεις πραγματικά τίποτα, τίποτα απολύτως, σχεδόν ούτε καν πως να αναπνέεις σ' αυτό το κόσμο, πόσω μάλλον να υπάρχεις.

Με άλλα λόγια, παραφράζοντας αγαπημένο αυτοκόλλητο, το οποίο κοσμεί και το template αυτού του blog στα δεξιά, κι επειδή μόλις συνειδητοποίησα ότι είναι Σάββατο σήμερα, de facto νύχτα γεμάτη σιχαμένα πάρτυ, ε, once more with feeling, σκατά και εμετοί στα Σαββατόβραδα, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, στα τηλέφωνα, στις αναμονές, στα μοναχικά πάρτυ και σ' όλη την εξουσία της άδειας νύχτας.


Another night
And I thought "Well, well"
Go to another party and hang myself
Gently on the shelf



Friday, April 28, 2017

let's talk about cars



Όλη μου τη ζωή την έχω περάσει μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο.


Πριν καν αρχίσει να δημιουργεί το μυαλό μου κανονικές αναμνήσεις, απ’ όταν ήμουν βρέφος ουσιαστικά, περνούσα τεράστιο χρόνο κάθε μέρας στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου.

Πέρα-δώθε Σπετσών και Βελβενδού στους παππούδες νο.1, Σπετσών και Κόμνα Τράκα στους παππούδες νο.2, αμέτρητα λίτρα βενζίνης ξοδεμένα σε ατέλειωτους κύκλους τετραγώνων με την ελπίδα εύρεσης θέσης παρκαρίσματος, πέρα δώθε τα καλοκαίρια σε νησιά με ξεραίλα και κατσικόδρομους, που ήδη από τότε είχαν αρχίσει να μου φαίνονται σα να έχουν βγει από γραμμή παραγωγής, Ομόνοια-Κολιάτσου φάση κάθε σαββατοκύριακο στην Ερέτρια και πάλι πίσω Αθήνα με το Καντετ, μια διαδρομή που μικρός μου φαινόταν τεράστια, σα να πηγαίνεις και να γυρίζεις στη Σελήνη, και η οποία τελικά είναι γύρω στη μια ώρα και κάτι ψιλά, αν πάρεις το φέρι μποτ από Ωρωπό. Πέρα δώθε σχολείο – σπίτι τα απογεύματα (2 φορές τη βδομάδα) που είχα ωδείο, όπου τουλάχιστον στο πίσω κάθισμα του Φίατ 127 του παππού περίμενε εμένα και τον φίλο μου τον Άρη σακουλάκι απ’ τα Γκουντυζ με δύο τσηζ και πατάτες. 

Απίστευτη βαρεμάρα στην ατέλειωτη διαδρομή Αθήνα – Πάτρα και μετά Κεφαλονιά, από Σάμη προς το χωριό, κάθε Αύγουστο, ένας γαμημένος δρόμος μιας λωρίδας στα περισσότερα σημεία, γεμάτος στροφές, ο πράσινος σκαραβαίος της γιαγιάς μου να ανεβαίνει την διαδρομή με 1η και η ώρα να μην περνάει, καθώς τα περιεχόμενα του στομαχιού μου έρχονταν συνεχώς στην επιφάνεια. Χωρίς να έχω κλείσει χρόνο ακόμα, χαρντκορ ηλίαση στη διαδρομή προς Λεωνίδιο, οι γονείς να βρίζονται για το ποιος ξέχασε να βάλει μια ‘αντιηλιακή’ πετσέτα στο παράθυρο και πανικός στην μετέπειτα διαδρομή μπανιέρα-νοσοκομείο. Ατέλειωτες διαδρομές με το Ροβερ 214 στην Ιταλία με αφετηρία την Ανκόνα, η οποία ήταν και η πρώτη μου -anticlimactic- επαφή με το εξωτερικό, ένα βράδυ καλοκαιριού. Διαδρομές γεμάτες φόβο, πραγματικό φόβο, για εντελώς μπανάλ πράγματα - για τον οδοντίατρο, για τις εξετάσεις αίματος, για τα πάντα. Φοβόμουν τα πάντα. Αλλά, παραδόξως, δεν φοβόμουν τα αυτοκίνητα.

Καθώς μεγάλωνα, είχε αρχίσει να ξυπνάει μέσα μου το μικρόβιο της αυτοκίνησης. Η φάση τότε ήταν, Auto Motor & Sport και 4 Τροχοί, κάθε μήνα. Μου άρεσε να διαβάζω για πράγματα τα οποία δεν πολυκαταλάβαινα, τεχνικούς όρους, μηχανολογικούς, την αργκό της αυτοκίνησης, τα κλισέ των συντακτών του ειδικού τύπου. Με τον καιρό, η αυτοκίνηση έγινε το πρώτο μεγάλο ας πούμε ενδιαφέρον μου και όλα περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτό. Θυμάμαι ακόμα την μέρα που είχα πρωτοδεί crash test (TUV) στις σελίδες του AM&S. Μου φαινόταν ταυτόχρονα εξωφρενικό αλλά και απίστευτα γοητευτικό, το να τρακάρεις επίτηδες αμάξια και το να αντλείς απ’ αυτό πληροφορίες για να τα κάνεις πιο ασφαλή.

Ακόμα και η επαφή με την επονομαζόμενη ποπ κουλτούρα, που τελικά έγινε το κυρίως ‘ενήλικο’ ενδιαφέρον μου, ξεκίνησε μέσα από iconic αυτοκίνητα: Herbie ο σκαραβαίος, Knight Industries Two Thousand (και κλάμα με αναφιλητά στο επεισόδιο που ‘πεθαίνει’ ο  ΚΙΤΤ), η ακόμα και σήμερα ‘εξωγήινη’ Delorean του Back to the Future. Τεράστιο κεφάλαιο αυτό το αυτοκίνητο. Στην τότε, pre internet εποχή, ακόμα και μια απλή έγχρωμη φωτογραφία της Delorean κομμένη άγαρμπα με ψαλίδι από κάποιο περιοδικό, φαινόταν στα μάτια μου σαν το Άγιο Δισκοπότηρο. Για να αποκτήσω την εν λόγω φωτογραφία, έδωσα σε συμμαθητή μια φιγούρα Transformers. “The worst trade deal, in the history of trade deals, ever”, που θα λεγε κι ο Τραμπ. Νύχτες σχολείου, να κάθομαι μπροστά στην τιβί με μια πολαροιντ που είχαν κάνει δώρο τα περασμένα Χριστούγεννα στους γονείς μου και να ξοδεύω το πανάκριβο ‘φιλμ’ βγάζοντας κάτι θολές φωτογραφίες της ιπτάμενης Delorean απ’ το Part II.

Πιο μεγάλος, ψάξιμο άπειρο, ξεψάχνισμα κυριολεκτικά του ειδικού τύπου της εποχής όταν είχε έρθει η ώρα να πουλήσουμε το ταλαιπωρημένο Ροβερ και να ‘ανεβούμε κατηγορία’. Ένιωθα πραγματικά πως αγόραζα εγώ ένα νέο αμάξι, ήξερα τα πάντα γι’ αυτό, το τι έκανε ο παραμικρός διακόπτης του Φορεστερ, τα τεχνικά του χαρακτηριστικά (τα οποία είχα ‘εκπαιδευθεί’ να θυμάμαι μάλλον από τις εποχές Υπερατού στο δημοτικό), πραγματικά ήξερα τα πάντα γι’ αυτό το αμάξι, εκτός φυσικά απ’ το πώς να το οδηγώ. Η αγαπημένες μου αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα ήταν αυτές οι φάσεις που μπορούσα να πάρω τα κλειδιά και να παίζω με διακόπτες, το σιντι, την ηλιοροφή, κοροιδεύοντας τον εαυτό μου ότι, αν ήθελα, θα μπορούσα να το πάρω μια βόλτα. Κάθε βράδυ εξόδου με γονείς, περίμενα τη στιγμή που θα μπορούσα να πάρω τα κλειδιά και να αράξω στο αυτοκίνητο, συνήθως με την αδερφή μου, με τις ασφάλειες κλειδωμένες, προστατευμένοι απ’ τον έξω κόσμο, που ήταν και είναι απίστευτα εχθρικός.

Κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβω σχεδόν, τα χρόνια πέρασαν και έκλεισα τα 18, κάπου στο 2ο-3ο εξάμηνο του πανεπιστημίου. Μπορούσα να ξεκινήσω μαθήματα, με έναν ανεκδιήγητο λιγδιάρη τύπο, κλασσικός ιδεότυπος Πατρινού, ο οποίος εκείνη την περίοδο πρέπει να έφτιαχνε αυθαίρετο εξοχικό, κρίνοντας απ’ τις διαδρομές που κάναμε από και προς μαγαζιά με είδη υγιεινής, εργοστάσια καλοριφέρ και θερμοσιφώνων κοκ. Δεν με ένοιαζε καθόλου – οδηγούσα στους δρόμους της Πάτρας (και πέριξ) ένα σαραβαλέ Φιατ Τίπο 1400 κυβικών, το οποίο μια μέρα πριν τις εξετάσεις εμφάνισε διαρροή του καλοριφέρ θέρμανσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια – παραδόξως όμορφη – λιμνούλα από ψυκτικό υγρό στα πετάλ του οδηγού. Ασύλληπτο άγχος στις εξετάσεις στο υπουργείο, είχα την φαεινή ιδέα να πω στον καθηγητή πως θα προτιμούσα να εξεταστώ πρώτος (ενώ είχαμε κάτσει σε καφετέρια πέριξ όπου και κέρασε τους υπόλοιπους εκπαιδευόμενους μπύρες!), οπότε φυσικά στην εντολή ‘στρίψτε δεξιά παρακαλώ’, εγώ έστριψα αριστερά με αποτέλεσμα να με ρωτήσει με σοβαρό ύφος ο εξεταστής αν ξέρω την διαφορά αριστερά-δεξιά. Παραδόξως, το πήρα. Μάλλον έκανα καλή οπισθογωνία και παρκάρισμα. Ή απλά έτσι παίρνουν δίπλωμα στην Πάτρα.

Από εκείνη την μέρα ξεκίνησε μια σχέση κυριολεκτικά συμβιωτική μεταξύ εμού και του αυτοκινήτου που οδηγούσα, αρχικά ένα παλιό Golf II του παππού μου, το οποίο αρκετά χρόνια μετά αγοράστηκε από έμπορο ναρκωτικών και κατέληξε αναποδογυρισμένο και σμπαραλιασμένο σ’ ένα χαντάκι λίγο έξω απ’ τη Λαμία. R.I.P. Όπου μπορούσα να πάω με το αυτοκίνητο, όσο κοντά και να ήταν ο προορισμός, θα πήγαινα οδικώς. Ενώ ποτέ δεν μου άρεσαν οι έξοδοι, οι νυχτερινές ειδικότερα, είχα αρχίσει να βγαίνω με φίλους μόνο και μόνο για να κάνω διαδρομές. Οι αγαπημένες μου φάσεις στις εξόδους αυτές, ήταν όταν πήγαινα κάπου και όταν έφευγα. Ακόμα είναι, βασικά. Μερικά πράγματα μάλλον δεν αλλάζουν.

Από την Golf εποχή, έχουν περάσει δύο αυτοκίνητα απ’ τα χέρια μου. Τολμώ να πω πως πίσω από τα τιμόνια τους, έχω περάσει τις πιο όμορφες αλλά και τις πιο άσχημες καταστάσεις που έχω βιώσει μέχρι σήμερα. Έχω νιώσει αυτή την αίσθηση ελευθερίας που είναι εντελώς παροδική, αλλά σε κάνει να πιστεύεις πως – έστω εκείνη τη στιγμή, εκείνο το λεπτό – μπορείς να κάνεις τα πάντα. Πως ο κόσμος και γενικά η φάση της ζωής είναι τε-λει-α. Πως ο κόσμος και γενικά η φάση της ζωής είναι τε-λει-α και το κομμάτι που παίζει στο ραδιοσιντι είναι η πιο όμορφη μουσική που έχει γραφτεί ποτέ. Ακόμα και η Πάτρα φαινόταν όμορφη στα μάτια μου, τότε. Ήταν λες και εκείνο το Megane με τα 115 άλογά του, το οποίο όλοι έβρισκαν κακάσχημο, να ήταν κάτι σαν μια διέξοδος διαφυγής απ’ όλα τα πεζά προβλήματα της ζωής. Την σχολή που δεν έλεγε να τελειώσει και που όσο περνούσαν τα χρόνια φαινόταν όλο και πιο ξένο πράγμα, την κατάθλιψη και τους ψυχαναγκασμούς, τα συνεχή πλυσίματα, τα ατέλειωτα πλυντήρια, τις επαναλήψεις και τα μετρήματα, την μοναξιά που δεν έλεγε να φύγει όσο κόσμο και να συναναστρεφόμουν. Κάθε κουσούρι, κάθε μηχανικό ή ηλεκτρικό πρόβλημα, ήταν σαν μια ασθένεια που περνούσα κι εγώ. Ψυχαναλυτικά μιλώντας, νομίζω ότι έχει σημασία το ότι η πρώτη διαδρομή που έκανα με εκείνο, το πρώτο ‘δικό μου’ - ας πούμε - αμάξι, ήταν προς το γραφείο του ψυ μου στην Πεύκη, όταν επιτέλους πήρα πρώτη φορά την απόφαση να δώσω βαρος σε θέματα δικά μου και οχι 'δικα μου'.

Πάντα ένιωθα πως μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο κρατούσε το τιμόνι ένας αυτόματος πιλότος. Όλα συνέβαιναν σα να τα έβλεπα από το παράθυρο του πίσω καθίσματος. Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος για τίποτα, τίποτα απολύτως, πως να υπάρχω και να συνυπάρχω, τι κάνω στη ζωή μου, τι κάνω στο Φυσικό Πατρών, τι κάνω στην ίδια την Πάτρα, πως περνάω τις μέρες μου, δεν ήξερα τι-πο-τα. Αλλά τις στιγμές που ήμουν πίσω από το τιμόνι, ένιωθα πως, για λίγο έστω, για τα είκοσι λεπτά  της διαδρομής Πάτρα – Βραχνέικα, είχα εγώ τον έλεγχο, δεν ήμουν επιβάτης, το τιμόνι ήταν στα χέρια μου και – με λίγη βενζίνη παραπάνω – μπορούσα να πάω παντού πάνω σ αυτό το βράχο, όποτε το θελήσω. Εκείνες τις στιγμές δεν ένιωθα φόβο, ακόμα και σε φάσεις που θα έπρεπε, όπως εκείνο το πρώτο ριψοκίνδυνο προσπέρασμα στην Αθηνών - Πατρών. Όπως εκείνο το βράδυ, μετά από 2ήμερο ταξίδι επιστροφής με τρένο και ΚΤΕΛ από Βελιγράδι, που ένιωθα πως θα εκρηγνυόταν η καρδιά μου στο στήθος μου απ’ την στενοχώρια, που ένιωθα πως δεν μπορούσα καν να υπάρχω με τα πόδια μου στο έδαφος, πιο θεατής από ποτέ στο πιο θλιβερό έργο του κόσμου, που απλά μπήκα στο σπίτι, χαιρέτησα την αδερφή μου, πήρα τα κλειδιά του Ρενω και έφυγα μια το πρωί για Αθήνα, άυπνος για 48 ώρες, με το μάτι να στάζει κέτσαπ.

Οι ιδανικές φάσεις κοινωνικοποίησης τότε, αλλά και τώρα νομίζω, περιλαμβάνουν ένα αυτοκίνητο. Το πιο απλό πράγμα για παράδειγμα, αυτό που κάναμε σχεδόν κάθε βράδυ τότε με τον φίλο Γιάννη, να φορτώνουμε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού σιντι και να κάνουμε άσκοπες βόλτες πέρα δώθε στην Πάτρα, ακούγοντας μουσική και καπνίζοντας – ήταν τέλειο. Τα βράδια που δεν είχα όρεξη να δω καν άνθρωπο, θα τα περνούσα στο αυτοκίνητο, εξερευνώντας κωλόδρομους στα χωριά έξω απ’ την Πάτρα και ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.

Μέσα σε αυτοκίνητα, στο κάθισμα του οδηγού, έχω επικοινωνήσει με ανθρώπους πιο ειλικρινά, πιο ευάλωτα ίσως, απ’ ότι σε κάθε άλλη κατάσταση. Άλλες φορές όντας στη θέση αυτού που πληγώνει και άλλες στη θέση αυτού που πληγώνεται. Κάποιες, πιο σπάνιες, συνοδηγός και οδηγός ήμασταν και οι δύο πληγωμένοι. Αμέτρητα χιλιόμετρα με απόλυτη σιωπή που λέει περισσότερα απ’ ότι θα μπορούσαν να πουν λόγια, με δάκρυα που άλλες φορές συγκρατούνται και άλλες ούτε καν, ατέλειωτες ώρες με τη μηχανή στο ρελαντί και τα αλάρμ αναμμένα, πάνω σε πεζοδρόμια, σε στενά, σε πάρκινγκ, να προσπαθώ κάπως να φτιάξω χρόνο, να διορθώσω με λόγια πράγματα και καταστάσεις, να προσπαθώ να αντιστρέψω την πορεία των πραγμάτων, βασικά να αντιστρέψω την εντροπία. Τελικά, κουτσά στραβά, έμαθα και κάτι μετά από σχεδόν μια δεκαετία στο φυσικό, κι αυτό ήταν μάλλον το πιο σημαντικό: κάθε κλειστό σύστημα οδεύει, αναπόφευκτα, προς την κατάρρευση και την αταξία. Όπως κι ένα αυτοκίνητο, το οποίο όσο και να προσπαθήσεις, κρατώντας διπλάσια απόσταση απ’ τα άλλα παρκαρισμένα, κλείνοντας τους καθρέφτες, αποφεύγοντας παρκάρισμα σε στενά και γωνίες, αποφεύγοντας λακούβες και λοιπές κακοτεχνίες, ότι κι αν κάνεις, δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγεις τα σημάδια του χρόνου και της χρήσης από πάνω του. Ίσως έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους. Όπως, όσο και να βρίσεις και να κοπανήσεις το τιμόνι δεν θα φέρει πίσω το σπασμένο καπάκι του καθρέφτη σου, αντίστοιχα, όσο και να κλάψεις, και να φωνάξεις, δεν γίνεται να κάνεις κάποιον που δεν σε αγαπάει πια να σ αγαπήσει ξανά.

Για ένα πράγμα είμαι τελικά σίγουρος: ότι δεν μετανιώνω ούτε λεπτό για κάθε ένα απ’ αυτά τα χιλιόμετρα, για κάθε καμένο λίτρο βενζίνης, για κάθε γρατζουνιά, για κάθε μποτιλιάρισμα, για κάθε σκασμένο λάστιχο, για κάθε εκατομμυριοστό ενός βαθμού Κελσίου που μπορεί να αύξησα την θερμοκρασία του πλανήτη, για κάθε στενάχωρη στιγμή. Για τίποτα απ’ όλα αυτά.


Όλη μου την ζωή θα την περάσω σ’ ένα αυτοκίνητο. Κι αυτό είναι με κάποιον τρόπο, ανακουφιστικό.



“I asked the painter why the roads are colored black
He said, "Steve, it's because people leave
And no highway will bring them back."