Saturday, April 29, 2017

death of a party




Μισώ τα πάρτυ. Τα σιχαίνομαι, συχνά ακόμα και καλών φίλων. Όμως τώρα που έχω (;) την προσοχή σας, θ' αρχίσω από αλλού..


Μέσα στις διακοπές, αναπόφευκτα, έπρεπε να διακόψω τις συνεδρίες με τον γιατρό μου. Είναι τρομερό το πως δημιουργείς μέσα στο κεφάλι σου μια σχέση με εναν ανθρωπο, ο οποίος σε βοηθάει σχεδόν πρακτικά, τύπου να την βγάζεις πέρα, όχι αστεία, και το πόσο εύκολο είναι στη σχέση αυτή τα σαφή, προκαθορισμένα όρια μεταξύ ασθενή και ψυχιάτρου να θολώσουν, απ' την πλευρά του ασθενή πάντα.

Ήταν κι αυτό ένα απαίσιο Πάσχα, όπως είναι συνήθως οι γιορτές αυτές. Δεν αναφέρομαι στα έθιμα κι όλα αυτά, αν και έχουν κάτι εγγενώς αντιαισθητικό.. Είναι αυτή η αίσθηση σαν μίνι ενόχληση στο στομάχι, κάτι σαν ίλιγγος, που σε πιάνει όταν σκέφτεσαι μια δυσάρεστη ανάμνηση - αυτή την αίσθηση μου βγάζει το Πάσχα. Καθόλου περίεργο, μιας κι από τις διακοπές του Πάσχα, τις ενήλικες τουλάχιστον, έχω κυρίως άσχημες αναμνήσεις. Αλλά πριν μιλήσω γι' αυτές, πρέπει να μιλήσω για την 'υπερδύναμή' μου.

Αν έχω κάποιο χάρισμα, αυτό είναι το ότι θυμάμαι σχεδόν τα πάντα. Είναι λες και το μυαλό μου δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποια πληροφορία ή εμπειρία είναι σημαντική και ποια όχι, οπότε τις καταγράφει όλες με την ίδια ευκρίνεια. Πολλές φορές, αυτή η ιδιαιτερότητα λειτουργεί βοηθητικά, κυρίως σε πρακτικό επίπεδο - απομνημόνευση τηλεφώνων, διευθύνσεων, θέση κλειδιών, του αναπτήρα, του ασύρματου τηλεφώνου κ.ο.κ.

Κάθε εμπειρία καταγράφεται μαζί με όλο το φάσμα των αισθήσεων και συναισθημάτων που την συνοδεύουν; η θερμοκρασία, ο ανεπαίσθητος αέρας που μερικές φορές δεν είναι ούτε κρύος ούτε ζεστός, η αίσθηση του υφάσματος του πλυμένου με υπερβολικά πολύ μαλακτικό τισερτ στο στήθος, η άβολη γωνία της ζώνης που έβαλες βιαστικά με το ένα χέρι αφού ήδη είχες ξεπαρκάρει σαν τρελός επειδή ο τύπος που περιμένει να παρκάρει κορνάρει, το σκουπιδάκι στο παπούτσι σου το οποίο, λες κι έχει νοημοσύνη, έχει εντοπίσει και μετακινηθεί στο κατάλληλο σημείο ανάμεσα στον πάτο και την κάλτσα για μάξιμουμ ενόχληση, το βάρος του γεμάτο κέρματα πορτοφολιού στην τσέπη του μπουφάν που κάθε φορά που το ανοίγεις σκέφτεσαι 'πρέπει να πάρω ενα καινούριο επιτέλους' - αλλά δεν το κάνεις ποτέ, ο ιδρώτας στο μέτωπο, η γεύση πίσσας στο πάνω χείλος από τα πολλά τσιγάρα, η μυρωδιά του αποσμητικού, η εκκωφαντική ησυχία που ακολουθεί άβολες συζητήσεις, η ανατριχίλα μαζί με ζεστασιά κάπως που μπορεί να φέρει ένα απλό άγγιγμα, οταν κοιτάς κάποιον στα μάτια και σε κοιτάζει κι αυτός και περνάνε τα δευτερόλεπτα και είναι υπέροχο και για λίγο ξεχνάς πως μπορείς να τα ανοιγοκλείσεις, δεν χρειάζεται βασικά, η οικειότητα μιας ατάκας που μπορεί να είναι χαζή αουτ οφ κόντεξτ αλλά είναι ένα πράγμα δικό σου, δικό σας βασικά, κι έχει απίστευτη σημασία εκείνη την στιγμή που την ακούς, σχεδόν κρέμεται η ζωή σου από αυτό τον απλό συνδυασμό φθόγγων, ο κάπως μεταλλικός ήχος που κάνει η πόρτα του αυτοκινήτου όταν κλείνει και το 'κλακ κλακ κλακ' των αλάρμ που ξαφνικά είναι το μόνο πράγμα που φτάνει στ' αυτιά σου, η απίστευτη γεύση ενός φιλιού μαζί με το κοκτέιλ σάλιου, τσιγάρου και αλκοόλ, ένα απλό χαμόγελο που θα θελες να μπορούσες να ανοίγεις μπροστά σου σαν τα μάτια σου να ήταν οθόνη πισι και να το βάζεις φουλσκρην σκρηνσεηβερ σε άσχημες φάσεις, η θαλπωρή που νιώθεις όταν τα σώματά σας γίνονται ένα, η λυσσα σχεδόν ενός δαγκώματος στον αυχένα, τέλος πάντων, όλα αυτά, τα πάντα μαζί: όραση, αφή, ακοή, γεύση, αφή, ενθουσιασμός, ενοχή, πόθος, καύλα, σκουπιδίλα, πόνος, αγάπη, έρωτας, αδικία, στενοχώρια.. Η λίστα είναι πέραν του εύρους αυτού του κειμένου.

Κάθε λεπτό που περνάει, έχω ανλιμιτεντ πρόσβαση σε μια τεράστια βιβλιοθήκη αναμνήσεων - από τις πιο ασήμαντες μέχρι τις πιο σημαντικές, όλες στο ίδιο ράφι. Κάθε στιγμή, σχεδόν σαν αυτά τα σπαστικά ποπαπς-διαφημίσεις σε τορρεντάδικα, οποιαδήποτε μπορεί να ξεπηδήσει και να αρχίζει να παίζει, με απόλυτη, σχεδόν κρυστάλλινη λεπτομέρεια. Ίσως γι' αυτό το λόγο μερικές φορές φαίνομαι σαν ο πιο αφηρημένος άνθρωπος στον πλανήτη. Νομίζω ότι έχω περάσει τον περισσότερο χρόνο μου απλά παίζοντας στο κεφάλι μου αναμνήσεις, ψάχνοντας λεπτομέρειες, ζω γι' αυτές βασικά, λεπτομέρειες σε αισθήσεις και συναισθήματα που μπορεί να μην είχα παρατηρήσει καθώς αυτές διαδραματίζονταν ιν ρηαλ ταιμ, σκαλίζοντας το πως κάθε συγκεκριμένη δράση είχε μια αντίδραση και το πως, αν υπήρχε μια χρονομηχανή, ή ένας τρόπος να περνάει κανείς από το ένα παράλληλο σύμπαν στο άλλο, θα μπορούσαν κάποια πράγματα, ασήμαντα εκείνη την στιγμή, να οδηγήσουν σε διαφορετικές αναμνήσεις. Ενδεχομενικότητα φάση. Διότι η στενάχωρη αλήθεια είναι πως οι αναμνήσεις που αρχίζει να παίζει χωρίς προειδοποίηση το μυαλό μου στο ντιβιντι της βιβλιοθήκης, είναι κυρίως άσχημες. Λένε πως ο χρόνος κάπως τα αμβλύνει όλα, όμορφα και άσχημα μαζί, αλλά η εμπειρία μου είναι διαφορετική: κάθε 'πλεημπακ' μιας ανάμνησης ειναι σχεδόν μη διακρίσιμη στο κεφάλι μου από την πραγματικότητα.  Ενίοτε μου έρχεται στο μυαλό εκείνη η κλασσική ερώτηση σε κάτι τεστ προσωπικότητας, του τύπου 'αν μπορούσες να αλλάξεις ένα πράγμα στο παρελθόν, θα το έκανες;'. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι θα άλλαζα τα πάντα, τα πάντα πραγματικά. Θα τα έκανα διαφορετικά, καλύτερα, θα μετέτρεπα τις δυσάρεστες αναμνήσεις σε όμορφες και τις όμορφες, κάπως θα τις έκανα ακόμα πιο όμορφες, θα τις έκανα τέλειες.

Σε μια συνεδρία με τον ψυ, του είχα πει πως, 24/7, νιώθω ότι είτε παίζω 'μαγνητοσκοπήσεις' καταστάσεων στο κεφάλι μου, είτε 'simulations' των εκατοντάδων, ίσως χιλιάδων, διαφορετικών ενδεχομενικοτήτων. Συχνά πιάνω τον εαυτό μου να συνειδητοποιεί ότι απλά δεν είμαι εκεί. Κάποιες φορές, η ύπαρξη αυτής της αχανούς βιβλιοθήκης με τρομάζει - πρώτον διότι δεν θεωρώ ότι στα 33 χρόνια που βρίσκομαι σ' αυτό τον βράχο έχω ζήσει κάτι συγκλονιστικό, οπότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχω φτιάξει την πιο αδιάφορη βιβλιοθήκη αναμνήσεων στον κόσμο. Και δεύτερον, κι αυτό είναι το πραγματικά τρομακτικό, αν νιώθω σχεδόν overwhelmed απ' όλα αυτά που έχει καταγράψει το κεφάλι μου στις 3 περίπου αυτές δεκαετίες, τότε τι θα γίνει με όλα αυτά που θα έρθουν στο μέλλον; Σίγουρα, κάθε βιβλιοθήκη, ή αρχείο, έχει μια ορισμένη χωρητικότητα.

Πάμε πάλι στα του Πάσχα, διότι γι' ακόμη μια φορά πολυλογώ. Με την ακρίβεια ατομικού ρολογιού καισίου, κάθε Πάσχα αντί για τον Ιησού απ' τη Ναζαρέτ, το κεφάλι μου παίζει best of compilations από άσχημες καταστάσεις από παλιότερες διακοπές. Καταστάσεις που μερικές φορές νιώθω καταδικασμένος να ζω ξανά και ξανά, διότι αυτός ο τρόπος σκέψης έχει σίγουρα κι ένα στοιχείο αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Την περίτεχνα ντρεσσαρισμένη αλλά αναπόφευκτα πηχτή σαν μελάσσα ατμόσφαιρα οικογενειακού φαγητού την τελευταία Κυριακή του Πάσχα πριν νικήσει ο καρκίνος την αδερφή του πατέρα μου. Την αίσθηση απόρριψης απο άνθρωπο με τον οποίο έχεις πιστέψει ότι κάνατε κλικ κι αυτός εξαφανίστηκε στην αρχή της Μ. Βδομάδας. Το ότι ο Αντώνης, ο 'μεγάλος' που θα καθόσασταν και θα μιλάγατε για Star Wars και αυτοκίνητα δεν υπάρχει πια. Τα ηλίθια 'αστεία' σχόλια απο οικογενειακούς φίλους σε εκδρομή για το πως ο Θέμης ξοδεύει τόσο σαπούνι και ειναι συνεχώς σε έναν νιπτήρα. Μια αλληλουχία από παρεμφερείς καταστάσεις, άλλες πιο άσχημες, άλλες λιγότερο, αλλά άσχημες παρ' όλα αυτά, κάθε Πάσχα.

Στην πρώτη μας συνεδρία μετά από αυτό το τελευταίο σκατένιο Πάσχα, ένιωθα μια ακαθισία και νευρικότητα. Αυτή δεν άργησε να εκδηλωθεί ανοιχτά σε θυμό. Ο γιατρός μου μου είπε πως είναι φυσικό, εξαιτίας της σχέσης την οποία περιέγραφα παραπάνω, να νιώθω εγκαταλειμμένος από αυτόν, όταν λόγω εορτών-διακοπών κλπ πρέπει αναγκαστικά να διακόπτουμε τις συναντήσεις μας. Η αλήθεια είναι πως ναι, ένιωθα εγκαταλελειμμένος από τον γιατρό μου, αλλά όχι μόνο. Ένιωθα εγκαταλειμένος από όλους και όλα. Για την ακρίβεια, ένιωθα κάπως σαν να είμαι πάλι παιδί, καθισμένο στο πίσω κάθισμα του Καντετ της οικογένειας, ένας θεατής που βλέπει να περνάνε κτήρια και βενζινάδικα και κόσμο που περιμένει στα φανάρια και ταξί και φορτηγά και μια ζωή εντελώς χαοτική και φρενήρη και που απλά περιμένει την στιγμή που θα του πει κάποιος 'φτάσαμε' και θα πρέπει ν' ανοίξει την πόρτα. Είναι κάπως ειρωνικό το ότι σχεδόν πάντα πλέον θα είμαι ο τύπος πίσω απ' το τιμόνι ενός αυτοκινήτου, ο designated driver ας πούμε, αυτός που θα βοηθήσει σε μετακόμιση ή θα πετάξει έναν φίλο κάπου, σε δουλειά, στο νοσοκομείο, όπου χρειαστεί, αυτός που αναλαμβάνει ευθύνη και προσπαθεί να ανταποκρίνεται σε αυτή, αλλά παράλληλα αυτή η παιδική ανάμνηση απ' το πίσω κάθισμα, του μηδενικού ελέγχου, παίζει ξανά και ξανά, σαν να είναι εγγεγραμένη πάνω μου, χαραγμένη στο δέρμα μου σχεδόν.

Στο προηγούμενο κείμενο περιέγραφα το πως η αγαπημένες μου φάσεις στην διαδικασία της κοινωνικοποίησης αφορούν την ίδια την διαδικασία της μετακίνησης από και προς το σημείο συνάντησης ή εξόδου, με άλλα λόγια τα λίγα ή πολλά  -ευλογημένα!- λεπτά που έχω κάποιου είδους έλεγχο, πίσω από το τιμόνι. Η πράξη της εξόδου αυτή καθαυτή με αφήνει στις καλύτερες των περιπτώσεων αδιάφορο. Το τσεκάρισμα του ρολογιού ξανά και ξανά είναι εκ των ουκ άνευ, όπως και η καλά δουλεμένη μου ικανότητα να μπορώ είτε να εξαφανιστώ από κάποιο κοινωνικό ηβεντ σαν νιντζα, ή να χρησιμοποιώ μια αρκετά καλή (όχι πειστική, αλλά οχι και προσβλητική για τους άλλους) δικαιολογία, για να μπορώ να κλείσω την πόρτα και να νιώσω ότι είμαι πάλι προστατευμένος, έστω και για λίγο, από τον κόσμο.

Αν υπάρχει κάποιο είδος ηβεντ που βρίσκω πιο ανυπόφορο απ' όλα τα άλλα, αυτά είναι τα πάρτυ. Για την ακρίβεια, δεν είναι απλά ανυπόφορα, είναι σχεδόν μίσος αυτό που τρέφω προς αυτά. Και το θεμέλιο αυτού του μίσους ακόμα μπορεί να το εντοπίσει κανείς -που αλλού;- στην παιδική ηλικία. Τα παιδικά πάρτυ, απ' όταν άρχισα να συνυπάρχω με συνομήλικούς μου, ήταν κάτι σαν ένα πράγμα που όφειλε κανείς να συμμετέχει, αν ήθελε να γίνει με κάποιο τρόπο μέρος του κόσμου και όχι να παραμείνει δορυφόρος του. Ήταν απλά κάτι που έπρεπε να γίνει, αν ήθελες να υπάρχεις σε κάποιο βαθμό. 

Εκείνα τα παιδικά χρόνια ήταν που άρχισα να συνειδητοποιώ σταδιακά πως αυτός ο κόσμος είναι βαθιά εχθρικός και ανταγωνιστικός, λες και η ίδια του η φύση είναι ο εγωισμός και η πλήρης αδιαφορία του προς όλους και όλα, μονολιθικός και συμπαγής, σχεδόν απόλυτα ξένος, και - το πιο στενάχωρο- πως, δυστυχώς, είναι ο μόνος κόσμος που υπάρχει. Όπως έλεγε κι ο λοχίας στο Thin Red Line, 'there ain't some other world where everything's going to be okay. There's just this one, just this rock.'

Κατά μια έννοια, ήμουν τυχερός - σπάνια θα ήμουν καλεσμένος σε κάποιο από εκείνα τα πάρτυ. Απ' την άλλη, όταν με καλούσαν, ανταποκρινόμουν θετικά, χωρίς όμως να έχω κάποια όρεξη για κάτι τέτοιο. Κυρίως άγχος και φόβο, σαν να επρόκειτο να πάρω μέρος σε μια δοκιμασία. Νομίζω πως μέσα απ' αυτή τη διαδικασία, του να κάνω πράγματα που δεν ήθελα πραγματικά με στόχο να μπορέσω κάπως να υπάρξω σ' έναν κόσμο που, παρ' όλη τη σκατίλα του, ήταν η μόνη επιλογή, ανακάλυψα πως, ακόμα κι αν δεν θα μπορούσα ποτέ απλά να υπάρχω, ή έστω να καταλάβω πράγματα βασικά τα οποία αν υπήρχε θεός θα έβγαζε κάποιο μάνιουαλ γι' αυτά, μπορούσα κάπως να τα μιμηθώ. Μερικές φορές, να τα μιμηθώ καλά. Πολύ καλά. Από ένα σημείο κι έπειτα, σχεδόν δε μπορούσες να ξεχωρίσεις την μίμηση απ' το ρηαλ θινγκ, αν δεν έδινες σημασία σε λεπτομέρειες. Μπορεί ποτέ να μην γινόμουν και να ένιωθα κομμάτι αυτού του κόσμου, αλλά είχα βρει έναν τρόπο, μια αόρατη στολή ας πούμε, που θα μου επέτρεπε να κινούμαι και να υπάρχω καμουφλαρισμένος μέσα σε αυτόν.

Παραδόξως, αυτή η στολή έχει περάσει διάφορα revisions κι αποτελείται πλέον από αρκετά πιο λεπτό ύφασμα. Αν ξεχαστώ, μπορεί μερικές φορές και να πιστέψω ότι δεν υπάρχει καν. Λίγοι, πολύ λίγοι άνθρωποι, μπορούν να την διακρίνουν. Ακόμα πιο λίγοι, ίσως επειδή κι αυτοί φοράνε στολές από μικροί, και ξέρουν, έχουν καταφέρει να με βοηθήσουν να την βγάλω - μερικές φορές, απλά την έχουν σκίσει, με τον ίδιο τρόπο που είναι τελικά λιγότερο επίπονο να τραβήξεις απότομα το χανζαπλαστ απ' το να το βγάλεις σιγά σιγά. Όταν γίνεται κάτι τέτοιο, καταλαβαίνω πως αυτός ο κόσμος δεν είναι εντελώς για πέταμα, τουλάχιστον όχι όλος, και πως δεν είμαι μόνος. Και, κάθε φορά που σκίζεται η στολή, για όσο κρατήσει τέλος πάντων, νιώθω σχεδόν δέος για τους ανθρώπους που μπορούν και υπάρχουν σ' αυτόν χωρίς καμιά προστασία, με τη στολή να είναι το ίδιο τους το δέρμα. Είναι σαν να μην ακουμπούν καν τα πόδια τους στο έδαφος, να ίπτανται λίγα εκατοστά πιο πάνω, και να γλιστράνε κάπως πάνω του. Νιώθω θαυμασμό και ένα είδος φθόνου μαζί. Νιώθω πως ίσως τελικά υπήρχε εκείνο το γαμημένο εγχειρίδιο χρήσης για τον κόσμο και απλά δεν έπεσε ποτέ στα χέρια μου, κάτι σαν τις σημειώσεις Κβαντομηχανικής στο Φυσικό. 

Φυσικά, συνεχίζω να απεχθάνομαι τα πάρτυ με κάθε κύτταρο του σώματός μου. Κατ' αρχάς, μου φαίνονται ίσως τα πιο μοναχικά πράγματα που περιλαμβάνουν περισσότερους από έναν άνθρωπο, μερικές φορές ακόμα πιο μοναχικά κι απ' αυτό. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν βρεθώ σε κάποιο, η αίσθηση αποξένωσης, ότι απλά δεν είμαι εκεί, είναι αρκετή για να με κάνει να φύγω με το που τελειώσω την κοκακολα μου. Αλλά πιο πολύ τα μισώ, μάλλον επειδή μια φορά, σε πάρτυ, έχω νιώσει το είδος της ελευθερίας που περιέγραφα στο προηγούμενο πόστ, φάση ότι μπορώ να κάνω τα πάντα γαμώ το χριστό, την αίσθηση ότι ο αυτόματος πιλότος έχει απενεργοποιηθεί, η στολή; who the fuck cares!, τα λαμπάκια 'βάλτε τη ζώνη σας' και 'μην καπνίζετε' έχουν ανάψει και σκέφτομαι 'δε γαμιέται' καθώς παίρνω το πηδάλιο. Έχω νιώσει ότι όχι μόνο μπορώ να υπάρχω, ότι τελικά ίσως όλα μπορεί να πάνε εν τέλει καλά. Που; Σε πάρτυ! Πραγματικά η ειρωνία είναι κι αυτή μάλλον βασικό συστατικό αυτού του κόσμου, δεν εξηγείται αλλιώς. Κάτι που επιβεβαιώνεται κι απ' το ότι, παράλληλα, μια άλλη φορά, πάλι εξαιτίας ενός πάρτυ, έχω νιώσει πως, όσο και να πιστεύεις ότι μπορεί να πετάς, όσο Flight Simulator και να έχεις παίξει, όσα sims και να έχεις τερματίσει στο πισί, δεν είσαι πιλότος, ίσως ούτε καν απλός οδηγός, όχι πραγματικά, είσαι στο πτυσσόμενο καθισματάκι πίσω απ' το πιλοτήριο και βλέπεις το έδαφος να έρχεται κατά πάνω σου και τη στιγμή εκείνη συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις όχι μόνο που είναι η στολή σου, δεν ξέρεις που είναι η έξοδος κινδύνου, δεν ξέρεις πραγματικά τίποτα, τίποτα απολύτως, σχεδόν ούτε καν πως να αναπνέεις σ' αυτό το κόσμο, πόσω μάλλον να υπάρχεις.

Με άλλα λόγια, παραφράζοντας αγαπημένο αυτοκόλλητο, το οποίο κοσμεί και το template αυτού του blog στα δεξιά, κι επειδή μόλις συνειδητοποίησα ότι είναι Σάββατο σήμερα, de facto νύχτα γεμάτη σιχαμένα πάρτυ, ε, once more with feeling, σκατά και εμετοί στα Σαββατόβραδα, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, στα τηλέφωνα, στις αναμονές, στα μοναχικά πάρτυ και σ' όλη την εξουσία της άδειας νύχτας.


Another night
And I thought "Well, well"
Go to another party and hang myself
Gently on the shelf



Friday, April 28, 2017

let's talk about cars



Όλη μου τη ζωή την έχω περάσει μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο.


Πριν καν αρχίσει να δημιουργεί το μυαλό μου κανονικές αναμνήσεις, απ’ όταν ήμουν βρέφος ουσιαστικά, περνούσα τεράστιο χρόνο κάθε μέρας στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου.

Πέρα-δώθε Σπετσών και Βελβενδού στους παππούδες νο.1, Σπετσών και Κόμνα Τράκα στους παππούδες νο.2, αμέτρητα λίτρα βενζίνης ξοδεμένα σε ατέλειωτους κύκλους τετραγώνων με την ελπίδα εύρεσης θέσης παρκαρίσματος, πέρα δώθε τα καλοκαίρια σε νησιά με ξεραίλα και κατσικόδρομους, που ήδη από τότε είχαν αρχίσει να μου φαίνονται σα να έχουν βγει από γραμμή παραγωγής, Ομόνοια-Κολιάτσου φάση κάθε σαββατοκύριακο στην Ερέτρια και πάλι πίσω Αθήνα με το Καντετ, μια διαδρομή που μικρός μου φαινόταν τεράστια, σα να πηγαίνεις και να γυρίζεις στη Σελήνη, και η οποία τελικά είναι γύρω στη μια ώρα και κάτι ψιλά, αν πάρεις το φέρι μποτ από Ωρωπό. Πέρα δώθε σχολείο – σπίτι τα απογεύματα (2 φορές τη βδομάδα) που είχα ωδείο, όπου τουλάχιστον στο πίσω κάθισμα του Φίατ 127 του παππού περίμενε εμένα και τον φίλο μου τον Άρη σακουλάκι απ’ τα Γκουντυζ με δύο τσηζ και πατάτες. 

Απίστευτη βαρεμάρα στην ατέλειωτη διαδρομή Αθήνα – Πάτρα και μετά Κεφαλονιά, από Σάμη προς το χωριό, κάθε Αύγουστο, ένας γαμημένος δρόμος μιας λωρίδας στα περισσότερα σημεία, γεμάτος στροφές, ο πράσινος σκαραβαίος της γιαγιάς μου να ανεβαίνει την διαδρομή με 1η και η ώρα να μην περνάει, καθώς τα περιεχόμενα του στομαχιού μου έρχονταν συνεχώς στην επιφάνεια. Χωρίς να έχω κλείσει χρόνο ακόμα, χαρντκορ ηλίαση στη διαδρομή προς Λεωνίδιο, οι γονείς να βρίζονται για το ποιος ξέχασε να βάλει μια ‘αντιηλιακή’ πετσέτα στο παράθυρο και πανικός στην μετέπειτα διαδρομή μπανιέρα-νοσοκομείο. Ατέλειωτες διαδρομές με το Ροβερ 214 στην Ιταλία με αφετηρία την Ανκόνα, η οποία ήταν και η πρώτη μου -anticlimactic- επαφή με το εξωτερικό, ένα βράδυ καλοκαιριού. Διαδρομές γεμάτες φόβο, πραγματικό φόβο, για εντελώς μπανάλ πράγματα - για τον οδοντίατρο, για τις εξετάσεις αίματος, για τα πάντα. Φοβόμουν τα πάντα. Αλλά, παραδόξως, δεν φοβόμουν τα αυτοκίνητα.

Καθώς μεγάλωνα, είχε αρχίσει να ξυπνάει μέσα μου το μικρόβιο της αυτοκίνησης. Η φάση τότε ήταν, Auto Motor & Sport και 4 Τροχοί, κάθε μήνα. Μου άρεσε να διαβάζω για πράγματα τα οποία δεν πολυκαταλάβαινα, τεχνικούς όρους, μηχανολογικούς, την αργκό της αυτοκίνησης, τα κλισέ των συντακτών του ειδικού τύπου. Με τον καιρό, η αυτοκίνηση έγινε το πρώτο μεγάλο ας πούμε ενδιαφέρον μου και όλα περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτό. Θυμάμαι ακόμα την μέρα που είχα πρωτοδεί crash test (TUV) στις σελίδες του AM&S. Μου φαινόταν ταυτόχρονα εξωφρενικό αλλά και απίστευτα γοητευτικό, το να τρακάρεις επίτηδες αμάξια και το να αντλείς απ’ αυτό πληροφορίες για να τα κάνεις πιο ασφαλή.

Ακόμα και η επαφή με την επονομαζόμενη ποπ κουλτούρα, που τελικά έγινε το κυρίως ‘ενήλικο’ ενδιαφέρον μου, ξεκίνησε μέσα από iconic αυτοκίνητα: Herbie ο σκαραβαίος, Knight Industries Two Thousand (και κλάμα με αναφιλητά στο επεισόδιο που ‘πεθαίνει’ ο  ΚΙΤΤ), η ακόμα και σήμερα ‘εξωγήινη’ Delorean του Back to the Future. Τεράστιο κεφάλαιο αυτό το αυτοκίνητο. Στην τότε, pre internet εποχή, ακόμα και μια απλή έγχρωμη φωτογραφία της Delorean κομμένη άγαρμπα με ψαλίδι από κάποιο περιοδικό, φαινόταν στα μάτια μου σαν το Άγιο Δισκοπότηρο. Για να αποκτήσω την εν λόγω φωτογραφία, έδωσα σε συμμαθητή μια φιγούρα Transformers. “The worst trade deal, in the history of trade deals, ever”, που θα λεγε κι ο Τραμπ. Νύχτες σχολείου, να κάθομαι μπροστά στην τιβί με μια πολαροιντ που είχαν κάνει δώρο τα περασμένα Χριστούγεννα στους γονείς μου και να ξοδεύω το πανάκριβο ‘φιλμ’ βγάζοντας κάτι θολές φωτογραφίες της ιπτάμενης Delorean απ’ το Part II.

Πιο μεγάλος, ψάξιμο άπειρο, ξεψάχνισμα κυριολεκτικά του ειδικού τύπου της εποχής όταν είχε έρθει η ώρα να πουλήσουμε το ταλαιπωρημένο Ροβερ και να ‘ανεβούμε κατηγορία’. Ένιωθα πραγματικά πως αγόραζα εγώ ένα νέο αμάξι, ήξερα τα πάντα γι’ αυτό, το τι έκανε ο παραμικρός διακόπτης του Φορεστερ, τα τεχνικά του χαρακτηριστικά (τα οποία είχα ‘εκπαιδευθεί’ να θυμάμαι μάλλον από τις εποχές Υπερατού στο δημοτικό), πραγματικά ήξερα τα πάντα γι’ αυτό το αμάξι, εκτός φυσικά απ’ το πώς να το οδηγώ. Η αγαπημένες μου αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα ήταν αυτές οι φάσεις που μπορούσα να πάρω τα κλειδιά και να παίζω με διακόπτες, το σιντι, την ηλιοροφή, κοροιδεύοντας τον εαυτό μου ότι, αν ήθελα, θα μπορούσα να το πάρω μια βόλτα. Κάθε βράδυ εξόδου με γονείς, περίμενα τη στιγμή που θα μπορούσα να πάρω τα κλειδιά και να αράξω στο αυτοκίνητο, συνήθως με την αδερφή μου, με τις ασφάλειες κλειδωμένες, προστατευμένοι απ’ τον έξω κόσμο, που ήταν και είναι απίστευτα εχθρικός.

Κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβω σχεδόν, τα χρόνια πέρασαν και έκλεισα τα 18, κάπου στο 2ο-3ο εξάμηνο του πανεπιστημίου. Μπορούσα να ξεκινήσω μαθήματα, με έναν ανεκδιήγητο λιγδιάρη τύπο, κλασσικός ιδεότυπος Πατρινού, ο οποίος εκείνη την περίοδο πρέπει να έφτιαχνε αυθαίρετο εξοχικό, κρίνοντας απ’ τις διαδρομές που κάναμε από και προς μαγαζιά με είδη υγιεινής, εργοστάσια καλοριφέρ και θερμοσιφώνων κοκ. Δεν με ένοιαζε καθόλου – οδηγούσα στους δρόμους της Πάτρας (και πέριξ) ένα σαραβαλέ Φιατ Τίπο 1400 κυβικών, το οποίο μια μέρα πριν τις εξετάσεις εμφάνισε διαρροή του καλοριφέρ θέρμανσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια – παραδόξως όμορφη – λιμνούλα από ψυκτικό υγρό στα πετάλ του οδηγού. Ασύλληπτο άγχος στις εξετάσεις στο υπουργείο, είχα την φαεινή ιδέα να πω στον καθηγητή πως θα προτιμούσα να εξεταστώ πρώτος (ενώ είχαμε κάτσει σε καφετέρια πέριξ όπου και κέρασε τους υπόλοιπους εκπαιδευόμενους μπύρες!), οπότε φυσικά στην εντολή ‘στρίψτε δεξιά παρακαλώ’, εγώ έστριψα αριστερά με αποτέλεσμα να με ρωτήσει με σοβαρό ύφος ο εξεταστής αν ξέρω την διαφορά αριστερά-δεξιά. Παραδόξως, το πήρα. Μάλλον έκανα καλή οπισθογωνία και παρκάρισμα. Ή απλά έτσι παίρνουν δίπλωμα στην Πάτρα.

Από εκείνη την μέρα ξεκίνησε μια σχέση κυριολεκτικά συμβιωτική μεταξύ εμού και του αυτοκινήτου που οδηγούσα, αρχικά ένα παλιό Golf II του παππού μου, το οποίο αρκετά χρόνια μετά αγοράστηκε από έμπορο ναρκωτικών και κατέληξε αναποδογυρισμένο και σμπαραλιασμένο σ’ ένα χαντάκι λίγο έξω απ’ τη Λαμία. R.I.P. Όπου μπορούσα να πάω με το αυτοκίνητο, όσο κοντά και να ήταν ο προορισμός, θα πήγαινα οδικώς. Ενώ ποτέ δεν μου άρεσαν οι έξοδοι, οι νυχτερινές ειδικότερα, είχα αρχίσει να βγαίνω με φίλους μόνο και μόνο για να κάνω διαδρομές. Οι αγαπημένες μου φάσεις στις εξόδους αυτές, ήταν όταν πήγαινα κάπου και όταν έφευγα. Ακόμα είναι, βασικά. Μερικά πράγματα μάλλον δεν αλλάζουν.

Από την Golf εποχή, έχουν περάσει δύο αυτοκίνητα απ’ τα χέρια μου. Τολμώ να πω πως πίσω από τα τιμόνια τους, έχω περάσει τις πιο όμορφες αλλά και τις πιο άσχημες καταστάσεις που έχω βιώσει μέχρι σήμερα. Έχω νιώσει αυτή την αίσθηση ελευθερίας που είναι εντελώς παροδική, αλλά σε κάνει να πιστεύεις πως – έστω εκείνη τη στιγμή, εκείνο το λεπτό – μπορείς να κάνεις τα πάντα. Πως ο κόσμος και γενικά η φάση της ζωής είναι τε-λει-α. Πως ο κόσμος και γενικά η φάση της ζωής είναι τε-λει-α και το κομμάτι που παίζει στο ραδιοσιντι είναι η πιο όμορφη μουσική που έχει γραφτεί ποτέ. Ακόμα και η Πάτρα φαινόταν όμορφη στα μάτια μου, τότε. Ήταν λες και εκείνο το Megane με τα 115 άλογά του, το οποίο όλοι έβρισκαν κακάσχημο, να ήταν κάτι σαν μια διέξοδος διαφυγής απ’ όλα τα πεζά προβλήματα της ζωής. Την σχολή που δεν έλεγε να τελειώσει και που όσο περνούσαν τα χρόνια φαινόταν όλο και πιο ξένο πράγμα, την κατάθλιψη και τους ψυχαναγκασμούς, τα συνεχή πλυσίματα, τα ατέλειωτα πλυντήρια, τις επαναλήψεις και τα μετρήματα, την μοναξιά που δεν έλεγε να φύγει όσο κόσμο και να συναναστρεφόμουν. Κάθε κουσούρι, κάθε μηχανικό ή ηλεκτρικό πρόβλημα, ήταν σαν μια ασθένεια που περνούσα κι εγώ. Ψυχαναλυτικά μιλώντας, νομίζω ότι έχει σημασία το ότι η πρώτη διαδρομή που έκανα με εκείνο, το πρώτο ‘δικό μου’ - ας πούμε - αμάξι, ήταν προς το γραφείο του ψυ μου στην Πεύκη, όταν επιτέλους πήρα πρώτη φορά την απόφαση να δώσω βαρος σε θέματα δικά μου και οχι 'δικα μου'.

Πάντα ένιωθα πως μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο κρατούσε το τιμόνι ένας αυτόματος πιλότος. Όλα συνέβαιναν σα να τα έβλεπα από το παράθυρο του πίσω καθίσματος. Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος για τίποτα, τίποτα απολύτως, πως να υπάρχω και να συνυπάρχω, τι κάνω στη ζωή μου, τι κάνω στο Φυσικό Πατρών, τι κάνω στην ίδια την Πάτρα, πως περνάω τις μέρες μου, δεν ήξερα τι-πο-τα. Αλλά τις στιγμές που ήμουν πίσω από το τιμόνι, ένιωθα πως, για λίγο έστω, για τα είκοσι λεπτά  της διαδρομής Πάτρα – Βραχνέικα, είχα εγώ τον έλεγχο, δεν ήμουν επιβάτης, το τιμόνι ήταν στα χέρια μου και – με λίγη βενζίνη παραπάνω – μπορούσα να πάω παντού πάνω σ αυτό το βράχο, όποτε το θελήσω. Εκείνες τις στιγμές δεν ένιωθα φόβο, ακόμα και σε φάσεις που θα έπρεπε, όπως εκείνο το πρώτο ριψοκίνδυνο προσπέρασμα στην Αθηνών - Πατρών. Όπως εκείνο το βράδυ, μετά από 2ήμερο ταξίδι επιστροφής με τρένο και ΚΤΕΛ από Βελιγράδι, που ένιωθα πως θα εκρηγνυόταν η καρδιά μου στο στήθος μου απ’ την στενοχώρια, που ένιωθα πως δεν μπορούσα καν να υπάρχω με τα πόδια μου στο έδαφος, πιο θεατής από ποτέ στο πιο θλιβερό έργο του κόσμου, που απλά μπήκα στο σπίτι, χαιρέτησα την αδερφή μου, πήρα τα κλειδιά του Ρενω και έφυγα μια το πρωί για Αθήνα, άυπνος για 48 ώρες, με το μάτι να στάζει κέτσαπ.

Οι ιδανικές φάσεις κοινωνικοποίησης τότε, αλλά και τώρα νομίζω, περιλαμβάνουν ένα αυτοκίνητο. Το πιο απλό πράγμα για παράδειγμα, αυτό που κάναμε σχεδόν κάθε βράδυ τότε με τον φίλο Γιάννη, να φορτώνουμε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού σιντι και να κάνουμε άσκοπες βόλτες πέρα δώθε στην Πάτρα, ακούγοντας μουσική και καπνίζοντας – ήταν τέλειο. Τα βράδια που δεν είχα όρεξη να δω καν άνθρωπο, θα τα περνούσα στο αυτοκίνητο, εξερευνώντας κωλόδρομους στα χωριά έξω απ’ την Πάτρα και ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.

Μέσα σε αυτοκίνητα, στο κάθισμα του οδηγού, έχω επικοινωνήσει με ανθρώπους πιο ειλικρινά, πιο ευάλωτα ίσως, απ’ ότι σε κάθε άλλη κατάσταση. Άλλες φορές όντας στη θέση αυτού που πληγώνει και άλλες στη θέση αυτού που πληγώνεται. Κάποιες, πιο σπάνιες, συνοδηγός και οδηγός ήμασταν και οι δύο πληγωμένοι. Αμέτρητα χιλιόμετρα με απόλυτη σιωπή που λέει περισσότερα απ’ ότι θα μπορούσαν να πουν λόγια, με δάκρυα που άλλες φορές συγκρατούνται και άλλες ούτε καν, ατέλειωτες ώρες με τη μηχανή στο ρελαντί και τα αλάρμ αναμμένα, πάνω σε πεζοδρόμια, σε στενά, σε πάρκινγκ, να προσπαθώ κάπως να φτιάξω χρόνο, να διορθώσω με λόγια πράγματα και καταστάσεις, να προσπαθώ να αντιστρέψω την πορεία των πραγμάτων, βασικά να αντιστρέψω την εντροπία. Τελικά, κουτσά στραβά, έμαθα και κάτι μετά από σχεδόν μια δεκαετία στο φυσικό, κι αυτό ήταν μάλλον το πιο σημαντικό: κάθε κλειστό σύστημα οδεύει, αναπόφευκτα, προς την κατάρρευση και την αταξία. Όπως κι ένα αυτοκίνητο, το οποίο όσο και να προσπαθήσεις, κρατώντας διπλάσια απόσταση απ’ τα άλλα παρκαρισμένα, κλείνοντας τους καθρέφτες, αποφεύγοντας παρκάρισμα σε στενά και γωνίες, αποφεύγοντας λακούβες και λοιπές κακοτεχνίες, ότι κι αν κάνεις, δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγεις τα σημάδια του χρόνου και της χρήσης από πάνω του. Ίσως έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους. Όπως, όσο και να βρίσεις και να κοπανήσεις το τιμόνι δεν θα φέρει πίσω το σπασμένο καπάκι του καθρέφτη σου, αντίστοιχα, όσο και να κλάψεις, και να φωνάξεις, δεν γίνεται να κάνεις κάποιον που δεν σε αγαπάει πια να σ αγαπήσει ξανά.

Για ένα πράγμα είμαι τελικά σίγουρος: ότι δεν μετανιώνω ούτε λεπτό για κάθε ένα απ’ αυτά τα χιλιόμετρα, για κάθε καμένο λίτρο βενζίνης, για κάθε γρατζουνιά, για κάθε μποτιλιάρισμα, για κάθε σκασμένο λάστιχο, για κάθε εκατομμυριοστό ενός βαθμού Κελσίου που μπορεί να αύξησα την θερμοκρασία του πλανήτη, για κάθε στενάχωρη στιγμή. Για τίποτα απ’ όλα αυτά.


Όλη μου την ζωή θα την περάσω σ’ ένα αυτοκίνητο. Κι αυτό είναι με κάποιον τρόπο, ανακουφιστικό.



“I asked the painter why the roads are colored black
He said, "Steve, it's because people leave
And no highway will bring them back."