Saturday, April 29, 2017

death of a party




Μισώ τα πάρτυ. Τα σιχαίνομαι, συχνά ακόμα και καλών φίλων. Όμως τώρα που έχω (;) την προσοχή σας, θ' αρχίσω από αλλού..


Μέσα στις διακοπές, αναπόφευκτα, έπρεπε να διακόψω τις συνεδρίες με τον γιατρό μου. Είναι τρομερό το πως δημιουργείς μέσα στο κεφάλι σου μια σχέση με εναν ανθρωπο, ο οποίος σε βοηθάει σχεδόν πρακτικά, τύπου να την βγάζεις πέρα, όχι αστεία, και το πόσο εύκολο είναι στη σχέση αυτή τα σαφή, προκαθορισμένα όρια μεταξύ ασθενή και ψυχιάτρου να θολώσουν, απ' την πλευρά του ασθενή πάντα.

Ήταν κι αυτό ένα απαίσιο Πάσχα, όπως είναι συνήθως οι γιορτές αυτές. Δεν αναφέρομαι στα έθιμα κι όλα αυτά, αν και έχουν κάτι εγγενώς αντιαισθητικό.. Είναι αυτή η αίσθηση σαν μίνι ενόχληση στο στομάχι, κάτι σαν ίλιγγος, που σε πιάνει όταν σκέφτεσαι μια δυσάρεστη ανάμνηση - αυτή την αίσθηση μου βγάζει το Πάσχα. Καθόλου περίεργο, μιας κι από τις διακοπές του Πάσχα, τις ενήλικες τουλάχιστον, έχω κυρίως άσχημες αναμνήσεις. Αλλά πριν μιλήσω γι' αυτές, πρέπει να μιλήσω για την 'υπερδύναμή' μου.

Αν έχω κάποιο χάρισμα, αυτό είναι το ότι θυμάμαι σχεδόν τα πάντα. Είναι λες και το μυαλό μου δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποια πληροφορία ή εμπειρία είναι σημαντική και ποια όχι, οπότε τις καταγράφει όλες με την ίδια ευκρίνεια. Πολλές φορές, αυτή η ιδιαιτερότητα λειτουργεί βοηθητικά, κυρίως σε πρακτικό επίπεδο - απομνημόνευση τηλεφώνων, διευθύνσεων, θέση κλειδιών, του αναπτήρα, του ασύρματου τηλεφώνου κ.ο.κ.

Κάθε εμπειρία καταγράφεται μαζί με όλο το φάσμα των αισθήσεων και συναισθημάτων που την συνοδεύουν; η θερμοκρασία, ο ανεπαίσθητος αέρας που μερικές φορές δεν είναι ούτε κρύος ούτε ζεστός, η αίσθηση του υφάσματος του πλυμένου με υπερβολικά πολύ μαλακτικό τισερτ στο στήθος, η άβολη γωνία της ζώνης που έβαλες βιαστικά με το ένα χέρι αφού ήδη είχες ξεπαρκάρει σαν τρελός επειδή ο τύπος που περιμένει να παρκάρει κορνάρει, το σκουπιδάκι στο παπούτσι σου το οποίο, λες κι έχει νοημοσύνη, έχει εντοπίσει και μετακινηθεί στο κατάλληλο σημείο ανάμεσα στον πάτο και την κάλτσα για μάξιμουμ ενόχληση, το βάρος του γεμάτο κέρματα πορτοφολιού στην τσέπη του μπουφάν που κάθε φορά που το ανοίγεις σκέφτεσαι 'πρέπει να πάρω ενα καινούριο επιτέλους' - αλλά δεν το κάνεις ποτέ, ο ιδρώτας στο μέτωπο, η γεύση πίσσας στο πάνω χείλος από τα πολλά τσιγάρα, η μυρωδιά του αποσμητικού, η εκκωφαντική ησυχία που ακολουθεί άβολες συζητήσεις, η ανατριχίλα μαζί με ζεστασιά κάπως που μπορεί να φέρει ένα απλό άγγιγμα, οταν κοιτάς κάποιον στα μάτια και σε κοιτάζει κι αυτός και περνάνε τα δευτερόλεπτα και είναι υπέροχο και για λίγο ξεχνάς πως μπορείς να τα ανοιγοκλείσεις, δεν χρειάζεται βασικά, η οικειότητα μιας ατάκας που μπορεί να είναι χαζή αουτ οφ κόντεξτ αλλά είναι ένα πράγμα δικό σου, δικό σας βασικά, κι έχει απίστευτη σημασία εκείνη την στιγμή που την ακούς, σχεδόν κρέμεται η ζωή σου από αυτό τον απλό συνδυασμό φθόγγων, ο κάπως μεταλλικός ήχος που κάνει η πόρτα του αυτοκινήτου όταν κλείνει και το 'κλακ κλακ κλακ' των αλάρμ που ξαφνικά είναι το μόνο πράγμα που φτάνει στ' αυτιά σου, η απίστευτη γεύση ενός φιλιού μαζί με το κοκτέιλ σάλιου, τσιγάρου και αλκοόλ, ένα απλό χαμόγελο που θα θελες να μπορούσες να ανοίγεις μπροστά σου σαν τα μάτια σου να ήταν οθόνη πισι και να το βάζεις φουλσκρην σκρηνσεηβερ σε άσχημες φάσεις, η θαλπωρή που νιώθεις όταν τα σώματά σας γίνονται ένα, η λυσσα σχεδόν ενός δαγκώματος στον αυχένα, τέλος πάντων, όλα αυτά, τα πάντα μαζί: όραση, αφή, ακοή, γεύση, αφή, ενθουσιασμός, ενοχή, πόθος, καύλα, σκουπιδίλα, πόνος, αγάπη, έρωτας, αδικία, στενοχώρια.. Η λίστα είναι πέραν του εύρους αυτού του κειμένου.

Κάθε λεπτό που περνάει, έχω ανλιμιτεντ πρόσβαση σε μια τεράστια βιβλιοθήκη αναμνήσεων - από τις πιο ασήμαντες μέχρι τις πιο σημαντικές, όλες στο ίδιο ράφι. Κάθε στιγμή, σχεδόν σαν αυτά τα σπαστικά ποπαπς-διαφημίσεις σε τορρεντάδικα, οποιαδήποτε μπορεί να ξεπηδήσει και να αρχίζει να παίζει, με απόλυτη, σχεδόν κρυστάλλινη λεπτομέρεια. Ίσως γι' αυτό το λόγο μερικές φορές φαίνομαι σαν ο πιο αφηρημένος άνθρωπος στον πλανήτη. Νομίζω ότι έχω περάσει τον περισσότερο χρόνο μου απλά παίζοντας στο κεφάλι μου αναμνήσεις, ψάχνοντας λεπτομέρειες, ζω γι' αυτές βασικά, λεπτομέρειες σε αισθήσεις και συναισθήματα που μπορεί να μην είχα παρατηρήσει καθώς αυτές διαδραματίζονταν ιν ρηαλ ταιμ, σκαλίζοντας το πως κάθε συγκεκριμένη δράση είχε μια αντίδραση και το πως, αν υπήρχε μια χρονομηχανή, ή ένας τρόπος να περνάει κανείς από το ένα παράλληλο σύμπαν στο άλλο, θα μπορούσαν κάποια πράγματα, ασήμαντα εκείνη την στιγμή, να οδηγήσουν σε διαφορετικές αναμνήσεις. Ενδεχομενικότητα φάση. Διότι η στενάχωρη αλήθεια είναι πως οι αναμνήσεις που αρχίζει να παίζει χωρίς προειδοποίηση το μυαλό μου στο ντιβιντι της βιβλιοθήκης, είναι κυρίως άσχημες. Λένε πως ο χρόνος κάπως τα αμβλύνει όλα, όμορφα και άσχημα μαζί, αλλά η εμπειρία μου είναι διαφορετική: κάθε 'πλεημπακ' μιας ανάμνησης ειναι σχεδόν μη διακρίσιμη στο κεφάλι μου από την πραγματικότητα.  Ενίοτε μου έρχεται στο μυαλό εκείνη η κλασσική ερώτηση σε κάτι τεστ προσωπικότητας, του τύπου 'αν μπορούσες να αλλάξεις ένα πράγμα στο παρελθόν, θα το έκανες;'. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι θα άλλαζα τα πάντα, τα πάντα πραγματικά. Θα τα έκανα διαφορετικά, καλύτερα, θα μετέτρεπα τις δυσάρεστες αναμνήσεις σε όμορφες και τις όμορφες, κάπως θα τις έκανα ακόμα πιο όμορφες, θα τις έκανα τέλειες.

Σε μια συνεδρία με τον ψυ, του είχα πει πως, 24/7, νιώθω ότι είτε παίζω 'μαγνητοσκοπήσεις' καταστάσεων στο κεφάλι μου, είτε 'simulations' των εκατοντάδων, ίσως χιλιάδων, διαφορετικών ενδεχομενικοτήτων. Συχνά πιάνω τον εαυτό μου να συνειδητοποιεί ότι απλά δεν είμαι εκεί. Κάποιες φορές, η ύπαρξη αυτής της αχανούς βιβλιοθήκης με τρομάζει - πρώτον διότι δεν θεωρώ ότι στα 33 χρόνια που βρίσκομαι σ' αυτό τον βράχο έχω ζήσει κάτι συγκλονιστικό, οπότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχω φτιάξει την πιο αδιάφορη βιβλιοθήκη αναμνήσεων στον κόσμο. Και δεύτερον, κι αυτό είναι το πραγματικά τρομακτικό, αν νιώθω σχεδόν overwhelmed απ' όλα αυτά που έχει καταγράψει το κεφάλι μου στις 3 περίπου αυτές δεκαετίες, τότε τι θα γίνει με όλα αυτά που θα έρθουν στο μέλλον; Σίγουρα, κάθε βιβλιοθήκη, ή αρχείο, έχει μια ορισμένη χωρητικότητα.

Πάμε πάλι στα του Πάσχα, διότι γι' ακόμη μια φορά πολυλογώ. Με την ακρίβεια ατομικού ρολογιού καισίου, κάθε Πάσχα αντί για τον Ιησού απ' τη Ναζαρέτ, το κεφάλι μου παίζει best of compilations από άσχημες καταστάσεις από παλιότερες διακοπές. Καταστάσεις που μερικές φορές νιώθω καταδικασμένος να ζω ξανά και ξανά, διότι αυτός ο τρόπος σκέψης έχει σίγουρα κι ένα στοιχείο αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Την περίτεχνα ντρεσσαρισμένη αλλά αναπόφευκτα πηχτή σαν μελάσσα ατμόσφαιρα οικογενειακού φαγητού την τελευταία Κυριακή του Πάσχα πριν νικήσει ο καρκίνος την αδερφή του πατέρα μου. Την αίσθηση απόρριψης απο άνθρωπο με τον οποίο έχεις πιστέψει ότι κάνατε κλικ κι αυτός εξαφανίστηκε στην αρχή της Μ. Βδομάδας. Το ότι ο Αντώνης, ο 'μεγάλος' που θα καθόσασταν και θα μιλάγατε για Star Wars και αυτοκίνητα δεν υπάρχει πια. Τα ηλίθια 'αστεία' σχόλια απο οικογενειακούς φίλους σε εκδρομή για το πως ο Θέμης ξοδεύει τόσο σαπούνι και ειναι συνεχώς σε έναν νιπτήρα. Μια αλληλουχία από παρεμφερείς καταστάσεις, άλλες πιο άσχημες, άλλες λιγότερο, αλλά άσχημες παρ' όλα αυτά, κάθε Πάσχα.

Στην πρώτη μας συνεδρία μετά από αυτό το τελευταίο σκατένιο Πάσχα, ένιωθα μια ακαθισία και νευρικότητα. Αυτή δεν άργησε να εκδηλωθεί ανοιχτά σε θυμό. Ο γιατρός μου μου είπε πως είναι φυσικό, εξαιτίας της σχέσης την οποία περιέγραφα παραπάνω, να νιώθω εγκαταλειμμένος από αυτόν, όταν λόγω εορτών-διακοπών κλπ πρέπει αναγκαστικά να διακόπτουμε τις συναντήσεις μας. Η αλήθεια είναι πως ναι, ένιωθα εγκαταλελειμμένος από τον γιατρό μου, αλλά όχι μόνο. Ένιωθα εγκαταλειμένος από όλους και όλα. Για την ακρίβεια, ένιωθα κάπως σαν να είμαι πάλι παιδί, καθισμένο στο πίσω κάθισμα του Καντετ της οικογένειας, ένας θεατής που βλέπει να περνάνε κτήρια και βενζινάδικα και κόσμο που περιμένει στα φανάρια και ταξί και φορτηγά και μια ζωή εντελώς χαοτική και φρενήρη και που απλά περιμένει την στιγμή που θα του πει κάποιος 'φτάσαμε' και θα πρέπει ν' ανοίξει την πόρτα. Είναι κάπως ειρωνικό το ότι σχεδόν πάντα πλέον θα είμαι ο τύπος πίσω απ' το τιμόνι ενός αυτοκινήτου, ο designated driver ας πούμε, αυτός που θα βοηθήσει σε μετακόμιση ή θα πετάξει έναν φίλο κάπου, σε δουλειά, στο νοσοκομείο, όπου χρειαστεί, αυτός που αναλαμβάνει ευθύνη και προσπαθεί να ανταποκρίνεται σε αυτή, αλλά παράλληλα αυτή η παιδική ανάμνηση απ' το πίσω κάθισμα, του μηδενικού ελέγχου, παίζει ξανά και ξανά, σαν να είναι εγγεγραμένη πάνω μου, χαραγμένη στο δέρμα μου σχεδόν.

Στο προηγούμενο κείμενο περιέγραφα το πως η αγαπημένες μου φάσεις στην διαδικασία της κοινωνικοποίησης αφορούν την ίδια την διαδικασία της μετακίνησης από και προς το σημείο συνάντησης ή εξόδου, με άλλα λόγια τα λίγα ή πολλά  -ευλογημένα!- λεπτά που έχω κάποιου είδους έλεγχο, πίσω από το τιμόνι. Η πράξη της εξόδου αυτή καθαυτή με αφήνει στις καλύτερες των περιπτώσεων αδιάφορο. Το τσεκάρισμα του ρολογιού ξανά και ξανά είναι εκ των ουκ άνευ, όπως και η καλά δουλεμένη μου ικανότητα να μπορώ είτε να εξαφανιστώ από κάποιο κοινωνικό ηβεντ σαν νιντζα, ή να χρησιμοποιώ μια αρκετά καλή (όχι πειστική, αλλά οχι και προσβλητική για τους άλλους) δικαιολογία, για να μπορώ να κλείσω την πόρτα και να νιώσω ότι είμαι πάλι προστατευμένος, έστω και για λίγο, από τον κόσμο.

Αν υπάρχει κάποιο είδος ηβεντ που βρίσκω πιο ανυπόφορο απ' όλα τα άλλα, αυτά είναι τα πάρτυ. Για την ακρίβεια, δεν είναι απλά ανυπόφορα, είναι σχεδόν μίσος αυτό που τρέφω προς αυτά. Και το θεμέλιο αυτού του μίσους ακόμα μπορεί να το εντοπίσει κανείς -που αλλού;- στην παιδική ηλικία. Τα παιδικά πάρτυ, απ' όταν άρχισα να συνυπάρχω με συνομήλικούς μου, ήταν κάτι σαν ένα πράγμα που όφειλε κανείς να συμμετέχει, αν ήθελε να γίνει με κάποιο τρόπο μέρος του κόσμου και όχι να παραμείνει δορυφόρος του. Ήταν απλά κάτι που έπρεπε να γίνει, αν ήθελες να υπάρχεις σε κάποιο βαθμό. 

Εκείνα τα παιδικά χρόνια ήταν που άρχισα να συνειδητοποιώ σταδιακά πως αυτός ο κόσμος είναι βαθιά εχθρικός και ανταγωνιστικός, λες και η ίδια του η φύση είναι ο εγωισμός και η πλήρης αδιαφορία του προς όλους και όλα, μονολιθικός και συμπαγής, σχεδόν απόλυτα ξένος, και - το πιο στενάχωρο- πως, δυστυχώς, είναι ο μόνος κόσμος που υπάρχει. Όπως έλεγε κι ο λοχίας στο Thin Red Line, 'there ain't some other world where everything's going to be okay. There's just this one, just this rock.'

Κατά μια έννοια, ήμουν τυχερός - σπάνια θα ήμουν καλεσμένος σε κάποιο από εκείνα τα πάρτυ. Απ' την άλλη, όταν με καλούσαν, ανταποκρινόμουν θετικά, χωρίς όμως να έχω κάποια όρεξη για κάτι τέτοιο. Κυρίως άγχος και φόβο, σαν να επρόκειτο να πάρω μέρος σε μια δοκιμασία. Νομίζω πως μέσα απ' αυτή τη διαδικασία, του να κάνω πράγματα που δεν ήθελα πραγματικά με στόχο να μπορέσω κάπως να υπάρξω σ' έναν κόσμο που, παρ' όλη τη σκατίλα του, ήταν η μόνη επιλογή, ανακάλυψα πως, ακόμα κι αν δεν θα μπορούσα ποτέ απλά να υπάρχω, ή έστω να καταλάβω πράγματα βασικά τα οποία αν υπήρχε θεός θα έβγαζε κάποιο μάνιουαλ γι' αυτά, μπορούσα κάπως να τα μιμηθώ. Μερικές φορές, να τα μιμηθώ καλά. Πολύ καλά. Από ένα σημείο κι έπειτα, σχεδόν δε μπορούσες να ξεχωρίσεις την μίμηση απ' το ρηαλ θινγκ, αν δεν έδινες σημασία σε λεπτομέρειες. Μπορεί ποτέ να μην γινόμουν και να ένιωθα κομμάτι αυτού του κόσμου, αλλά είχα βρει έναν τρόπο, μια αόρατη στολή ας πούμε, που θα μου επέτρεπε να κινούμαι και να υπάρχω καμουφλαρισμένος μέσα σε αυτόν.

Παραδόξως, αυτή η στολή έχει περάσει διάφορα revisions κι αποτελείται πλέον από αρκετά πιο λεπτό ύφασμα. Αν ξεχαστώ, μπορεί μερικές φορές και να πιστέψω ότι δεν υπάρχει καν. Λίγοι, πολύ λίγοι άνθρωποι, μπορούν να την διακρίνουν. Ακόμα πιο λίγοι, ίσως επειδή κι αυτοί φοράνε στολές από μικροί, και ξέρουν, έχουν καταφέρει να με βοηθήσουν να την βγάλω - μερικές φορές, απλά την έχουν σκίσει, με τον ίδιο τρόπο που είναι τελικά λιγότερο επίπονο να τραβήξεις απότομα το χανζαπλαστ απ' το να το βγάλεις σιγά σιγά. Όταν γίνεται κάτι τέτοιο, καταλαβαίνω πως αυτός ο κόσμος δεν είναι εντελώς για πέταμα, τουλάχιστον όχι όλος, και πως δεν είμαι μόνος. Και, κάθε φορά που σκίζεται η στολή, για όσο κρατήσει τέλος πάντων, νιώθω σχεδόν δέος για τους ανθρώπους που μπορούν και υπάρχουν σ' αυτόν χωρίς καμιά προστασία, με τη στολή να είναι το ίδιο τους το δέρμα. Είναι σαν να μην ακουμπούν καν τα πόδια τους στο έδαφος, να ίπτανται λίγα εκατοστά πιο πάνω, και να γλιστράνε κάπως πάνω του. Νιώθω θαυμασμό και ένα είδος φθόνου μαζί. Νιώθω πως ίσως τελικά υπήρχε εκείνο το γαμημένο εγχειρίδιο χρήσης για τον κόσμο και απλά δεν έπεσε ποτέ στα χέρια μου, κάτι σαν τις σημειώσεις Κβαντομηχανικής στο Φυσικό. 

Φυσικά, συνεχίζω να απεχθάνομαι τα πάρτυ με κάθε κύτταρο του σώματός μου. Κατ' αρχάς, μου φαίνονται ίσως τα πιο μοναχικά πράγματα που περιλαμβάνουν περισσότερους από έναν άνθρωπο, μερικές φορές ακόμα πιο μοναχικά κι απ' αυτό. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν βρεθώ σε κάποιο, η αίσθηση αποξένωσης, ότι απλά δεν είμαι εκεί, είναι αρκετή για να με κάνει να φύγω με το που τελειώσω την κοκακολα μου. Αλλά πιο πολύ τα μισώ, μάλλον επειδή μια φορά, σε πάρτυ, έχω νιώσει το είδος της ελευθερίας που περιέγραφα στο προηγούμενο πόστ, φάση ότι μπορώ να κάνω τα πάντα γαμώ το χριστό, την αίσθηση ότι ο αυτόματος πιλότος έχει απενεργοποιηθεί, η στολή; who the fuck cares!, τα λαμπάκια 'βάλτε τη ζώνη σας' και 'μην καπνίζετε' έχουν ανάψει και σκέφτομαι 'δε γαμιέται' καθώς παίρνω το πηδάλιο. Έχω νιώσει ότι όχι μόνο μπορώ να υπάρχω, ότι τελικά ίσως όλα μπορεί να πάνε εν τέλει καλά. Που; Σε πάρτυ! Πραγματικά η ειρωνία είναι κι αυτή μάλλον βασικό συστατικό αυτού του κόσμου, δεν εξηγείται αλλιώς. Κάτι που επιβεβαιώνεται κι απ' το ότι, παράλληλα, μια άλλη φορά, πάλι εξαιτίας ενός πάρτυ, έχω νιώσει πως, όσο και να πιστεύεις ότι μπορεί να πετάς, όσο Flight Simulator και να έχεις παίξει, όσα sims και να έχεις τερματίσει στο πισί, δεν είσαι πιλότος, ίσως ούτε καν απλός οδηγός, όχι πραγματικά, είσαι στο πτυσσόμενο καθισματάκι πίσω απ' το πιλοτήριο και βλέπεις το έδαφος να έρχεται κατά πάνω σου και τη στιγμή εκείνη συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις όχι μόνο που είναι η στολή σου, δεν ξέρεις που είναι η έξοδος κινδύνου, δεν ξέρεις πραγματικά τίποτα, τίποτα απολύτως, σχεδόν ούτε καν πως να αναπνέεις σ' αυτό το κόσμο, πόσω μάλλον να υπάρχεις.

Με άλλα λόγια, παραφράζοντας αγαπημένο αυτοκόλλητο, το οποίο κοσμεί και το template αυτού του blog στα δεξιά, κι επειδή μόλις συνειδητοποίησα ότι είναι Σάββατο σήμερα, de facto νύχτα γεμάτη σιχαμένα πάρτυ, ε, once more with feeling, σκατά και εμετοί στα Σαββατόβραδα, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, στα τηλέφωνα, στις αναμονές, στα μοναχικά πάρτυ και σ' όλη την εξουσία της άδειας νύχτας.


Another night
And I thought "Well, well"
Go to another party and hang myself
Gently on the shelf



No comments:

Post a Comment