Friday, April 28, 2017

let's talk about cars



Όλη μου τη ζωή την έχω περάσει μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο.


Πριν καν αρχίσει να δημιουργεί το μυαλό μου κανονικές αναμνήσεις, απ’ όταν ήμουν βρέφος ουσιαστικά, περνούσα τεράστιο χρόνο κάθε μέρας στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου.

Πέρα-δώθε Σπετσών και Βελβενδού στους παππούδες νο.1, Σπετσών και Κόμνα Τράκα στους παππούδες νο.2, αμέτρητα λίτρα βενζίνης ξοδεμένα σε ατέλειωτους κύκλους τετραγώνων με την ελπίδα εύρεσης θέσης παρκαρίσματος, πέρα δώθε τα καλοκαίρια σε νησιά με ξεραίλα και κατσικόδρομους, που ήδη από τότε είχαν αρχίσει να μου φαίνονται σα να έχουν βγει από γραμμή παραγωγής, Ομόνοια-Κολιάτσου φάση κάθε σαββατοκύριακο στην Ερέτρια και πάλι πίσω Αθήνα με το Καντετ, μια διαδρομή που μικρός μου φαινόταν τεράστια, σα να πηγαίνεις και να γυρίζεις στη Σελήνη, και η οποία τελικά είναι γύρω στη μια ώρα και κάτι ψιλά, αν πάρεις το φέρι μποτ από Ωρωπό. Πέρα δώθε σχολείο – σπίτι τα απογεύματα (2 φορές τη βδομάδα) που είχα ωδείο, όπου τουλάχιστον στο πίσω κάθισμα του Φίατ 127 του παππού περίμενε εμένα και τον φίλο μου τον Άρη σακουλάκι απ’ τα Γκουντυζ με δύο τσηζ και πατάτες. 

Απίστευτη βαρεμάρα στην ατέλειωτη διαδρομή Αθήνα – Πάτρα και μετά Κεφαλονιά, από Σάμη προς το χωριό, κάθε Αύγουστο, ένας γαμημένος δρόμος μιας λωρίδας στα περισσότερα σημεία, γεμάτος στροφές, ο πράσινος σκαραβαίος της γιαγιάς μου να ανεβαίνει την διαδρομή με 1η και η ώρα να μην περνάει, καθώς τα περιεχόμενα του στομαχιού μου έρχονταν συνεχώς στην επιφάνεια. Χωρίς να έχω κλείσει χρόνο ακόμα, χαρντκορ ηλίαση στη διαδρομή προς Λεωνίδιο, οι γονείς να βρίζονται για το ποιος ξέχασε να βάλει μια ‘αντιηλιακή’ πετσέτα στο παράθυρο και πανικός στην μετέπειτα διαδρομή μπανιέρα-νοσοκομείο. Ατέλειωτες διαδρομές με το Ροβερ 214 στην Ιταλία με αφετηρία την Ανκόνα, η οποία ήταν και η πρώτη μου -anticlimactic- επαφή με το εξωτερικό, ένα βράδυ καλοκαιριού. Διαδρομές γεμάτες φόβο, πραγματικό φόβο, για εντελώς μπανάλ πράγματα - για τον οδοντίατρο, για τις εξετάσεις αίματος, για τα πάντα. Φοβόμουν τα πάντα. Αλλά, παραδόξως, δεν φοβόμουν τα αυτοκίνητα.

Καθώς μεγάλωνα, είχε αρχίσει να ξυπνάει μέσα μου το μικρόβιο της αυτοκίνησης. Η φάση τότε ήταν, Auto Motor & Sport και 4 Τροχοί, κάθε μήνα. Μου άρεσε να διαβάζω για πράγματα τα οποία δεν πολυκαταλάβαινα, τεχνικούς όρους, μηχανολογικούς, την αργκό της αυτοκίνησης, τα κλισέ των συντακτών του ειδικού τύπου. Με τον καιρό, η αυτοκίνηση έγινε το πρώτο μεγάλο ας πούμε ενδιαφέρον μου και όλα περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτό. Θυμάμαι ακόμα την μέρα που είχα πρωτοδεί crash test (TUV) στις σελίδες του AM&S. Μου φαινόταν ταυτόχρονα εξωφρενικό αλλά και απίστευτα γοητευτικό, το να τρακάρεις επίτηδες αμάξια και το να αντλείς απ’ αυτό πληροφορίες για να τα κάνεις πιο ασφαλή.

Ακόμα και η επαφή με την επονομαζόμενη ποπ κουλτούρα, που τελικά έγινε το κυρίως ‘ενήλικο’ ενδιαφέρον μου, ξεκίνησε μέσα από iconic αυτοκίνητα: Herbie ο σκαραβαίος, Knight Industries Two Thousand (και κλάμα με αναφιλητά στο επεισόδιο που ‘πεθαίνει’ ο  ΚΙΤΤ), η ακόμα και σήμερα ‘εξωγήινη’ Delorean του Back to the Future. Τεράστιο κεφάλαιο αυτό το αυτοκίνητο. Στην τότε, pre internet εποχή, ακόμα και μια απλή έγχρωμη φωτογραφία της Delorean κομμένη άγαρμπα με ψαλίδι από κάποιο περιοδικό, φαινόταν στα μάτια μου σαν το Άγιο Δισκοπότηρο. Για να αποκτήσω την εν λόγω φωτογραφία, έδωσα σε συμμαθητή μια φιγούρα Transformers. “The worst trade deal, in the history of trade deals, ever”, που θα λεγε κι ο Τραμπ. Νύχτες σχολείου, να κάθομαι μπροστά στην τιβί με μια πολαροιντ που είχαν κάνει δώρο τα περασμένα Χριστούγεννα στους γονείς μου και να ξοδεύω το πανάκριβο ‘φιλμ’ βγάζοντας κάτι θολές φωτογραφίες της ιπτάμενης Delorean απ’ το Part II.

Πιο μεγάλος, ψάξιμο άπειρο, ξεψάχνισμα κυριολεκτικά του ειδικού τύπου της εποχής όταν είχε έρθει η ώρα να πουλήσουμε το ταλαιπωρημένο Ροβερ και να ‘ανεβούμε κατηγορία’. Ένιωθα πραγματικά πως αγόραζα εγώ ένα νέο αμάξι, ήξερα τα πάντα γι’ αυτό, το τι έκανε ο παραμικρός διακόπτης του Φορεστερ, τα τεχνικά του χαρακτηριστικά (τα οποία είχα ‘εκπαιδευθεί’ να θυμάμαι μάλλον από τις εποχές Υπερατού στο δημοτικό), πραγματικά ήξερα τα πάντα γι’ αυτό το αμάξι, εκτός φυσικά απ’ το πώς να το οδηγώ. Η αγαπημένες μου αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα ήταν αυτές οι φάσεις που μπορούσα να πάρω τα κλειδιά και να παίζω με διακόπτες, το σιντι, την ηλιοροφή, κοροιδεύοντας τον εαυτό μου ότι, αν ήθελα, θα μπορούσα να το πάρω μια βόλτα. Κάθε βράδυ εξόδου με γονείς, περίμενα τη στιγμή που θα μπορούσα να πάρω τα κλειδιά και να αράξω στο αυτοκίνητο, συνήθως με την αδερφή μου, με τις ασφάλειες κλειδωμένες, προστατευμένοι απ’ τον έξω κόσμο, που ήταν και είναι απίστευτα εχθρικός.

Κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβω σχεδόν, τα χρόνια πέρασαν και έκλεισα τα 18, κάπου στο 2ο-3ο εξάμηνο του πανεπιστημίου. Μπορούσα να ξεκινήσω μαθήματα, με έναν ανεκδιήγητο λιγδιάρη τύπο, κλασσικός ιδεότυπος Πατρινού, ο οποίος εκείνη την περίοδο πρέπει να έφτιαχνε αυθαίρετο εξοχικό, κρίνοντας απ’ τις διαδρομές που κάναμε από και προς μαγαζιά με είδη υγιεινής, εργοστάσια καλοριφέρ και θερμοσιφώνων κοκ. Δεν με ένοιαζε καθόλου – οδηγούσα στους δρόμους της Πάτρας (και πέριξ) ένα σαραβαλέ Φιατ Τίπο 1400 κυβικών, το οποίο μια μέρα πριν τις εξετάσεις εμφάνισε διαρροή του καλοριφέρ θέρμανσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια – παραδόξως όμορφη – λιμνούλα από ψυκτικό υγρό στα πετάλ του οδηγού. Ασύλληπτο άγχος στις εξετάσεις στο υπουργείο, είχα την φαεινή ιδέα να πω στον καθηγητή πως θα προτιμούσα να εξεταστώ πρώτος (ενώ είχαμε κάτσει σε καφετέρια πέριξ όπου και κέρασε τους υπόλοιπους εκπαιδευόμενους μπύρες!), οπότε φυσικά στην εντολή ‘στρίψτε δεξιά παρακαλώ’, εγώ έστριψα αριστερά με αποτέλεσμα να με ρωτήσει με σοβαρό ύφος ο εξεταστής αν ξέρω την διαφορά αριστερά-δεξιά. Παραδόξως, το πήρα. Μάλλον έκανα καλή οπισθογωνία και παρκάρισμα. Ή απλά έτσι παίρνουν δίπλωμα στην Πάτρα.

Από εκείνη την μέρα ξεκίνησε μια σχέση κυριολεκτικά συμβιωτική μεταξύ εμού και του αυτοκινήτου που οδηγούσα, αρχικά ένα παλιό Golf II του παππού μου, το οποίο αρκετά χρόνια μετά αγοράστηκε από έμπορο ναρκωτικών και κατέληξε αναποδογυρισμένο και σμπαραλιασμένο σ’ ένα χαντάκι λίγο έξω απ’ τη Λαμία. R.I.P. Όπου μπορούσα να πάω με το αυτοκίνητο, όσο κοντά και να ήταν ο προορισμός, θα πήγαινα οδικώς. Ενώ ποτέ δεν μου άρεσαν οι έξοδοι, οι νυχτερινές ειδικότερα, είχα αρχίσει να βγαίνω με φίλους μόνο και μόνο για να κάνω διαδρομές. Οι αγαπημένες μου φάσεις στις εξόδους αυτές, ήταν όταν πήγαινα κάπου και όταν έφευγα. Ακόμα είναι, βασικά. Μερικά πράγματα μάλλον δεν αλλάζουν.

Από την Golf εποχή, έχουν περάσει δύο αυτοκίνητα απ’ τα χέρια μου. Τολμώ να πω πως πίσω από τα τιμόνια τους, έχω περάσει τις πιο όμορφες αλλά και τις πιο άσχημες καταστάσεις που έχω βιώσει μέχρι σήμερα. Έχω νιώσει αυτή την αίσθηση ελευθερίας που είναι εντελώς παροδική, αλλά σε κάνει να πιστεύεις πως – έστω εκείνη τη στιγμή, εκείνο το λεπτό – μπορείς να κάνεις τα πάντα. Πως ο κόσμος και γενικά η φάση της ζωής είναι τε-λει-α. Πως ο κόσμος και γενικά η φάση της ζωής είναι τε-λει-α και το κομμάτι που παίζει στο ραδιοσιντι είναι η πιο όμορφη μουσική που έχει γραφτεί ποτέ. Ακόμα και η Πάτρα φαινόταν όμορφη στα μάτια μου, τότε. Ήταν λες και εκείνο το Megane με τα 115 άλογά του, το οποίο όλοι έβρισκαν κακάσχημο, να ήταν κάτι σαν μια διέξοδος διαφυγής απ’ όλα τα πεζά προβλήματα της ζωής. Την σχολή που δεν έλεγε να τελειώσει και που όσο περνούσαν τα χρόνια φαινόταν όλο και πιο ξένο πράγμα, την κατάθλιψη και τους ψυχαναγκασμούς, τα συνεχή πλυσίματα, τα ατέλειωτα πλυντήρια, τις επαναλήψεις και τα μετρήματα, την μοναξιά που δεν έλεγε να φύγει όσο κόσμο και να συναναστρεφόμουν. Κάθε κουσούρι, κάθε μηχανικό ή ηλεκτρικό πρόβλημα, ήταν σαν μια ασθένεια που περνούσα κι εγώ. Ψυχαναλυτικά μιλώντας, νομίζω ότι έχει σημασία το ότι η πρώτη διαδρομή που έκανα με εκείνο, το πρώτο ‘δικό μου’ - ας πούμε - αμάξι, ήταν προς το γραφείο του ψυ μου στην Πεύκη, όταν επιτέλους πήρα πρώτη φορά την απόφαση να δώσω βαρος σε θέματα δικά μου και οχι 'δικα μου'.

Πάντα ένιωθα πως μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο κρατούσε το τιμόνι ένας αυτόματος πιλότος. Όλα συνέβαιναν σα να τα έβλεπα από το παράθυρο του πίσω καθίσματος. Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος για τίποτα, τίποτα απολύτως, πως να υπάρχω και να συνυπάρχω, τι κάνω στη ζωή μου, τι κάνω στο Φυσικό Πατρών, τι κάνω στην ίδια την Πάτρα, πως περνάω τις μέρες μου, δεν ήξερα τι-πο-τα. Αλλά τις στιγμές που ήμουν πίσω από το τιμόνι, ένιωθα πως, για λίγο έστω, για τα είκοσι λεπτά  της διαδρομής Πάτρα – Βραχνέικα, είχα εγώ τον έλεγχο, δεν ήμουν επιβάτης, το τιμόνι ήταν στα χέρια μου και – με λίγη βενζίνη παραπάνω – μπορούσα να πάω παντού πάνω σ αυτό το βράχο, όποτε το θελήσω. Εκείνες τις στιγμές δεν ένιωθα φόβο, ακόμα και σε φάσεις που θα έπρεπε, όπως εκείνο το πρώτο ριψοκίνδυνο προσπέρασμα στην Αθηνών - Πατρών. Όπως εκείνο το βράδυ, μετά από 2ήμερο ταξίδι επιστροφής με τρένο και ΚΤΕΛ από Βελιγράδι, που ένιωθα πως θα εκρηγνυόταν η καρδιά μου στο στήθος μου απ’ την στενοχώρια, που ένιωθα πως δεν μπορούσα καν να υπάρχω με τα πόδια μου στο έδαφος, πιο θεατής από ποτέ στο πιο θλιβερό έργο του κόσμου, που απλά μπήκα στο σπίτι, χαιρέτησα την αδερφή μου, πήρα τα κλειδιά του Ρενω και έφυγα μια το πρωί για Αθήνα, άυπνος για 48 ώρες, με το μάτι να στάζει κέτσαπ.

Οι ιδανικές φάσεις κοινωνικοποίησης τότε, αλλά και τώρα νομίζω, περιλαμβάνουν ένα αυτοκίνητο. Το πιο απλό πράγμα για παράδειγμα, αυτό που κάναμε σχεδόν κάθε βράδυ τότε με τον φίλο Γιάννη, να φορτώνουμε στο ντουλαπάκι του συνοδηγού σιντι και να κάνουμε άσκοπες βόλτες πέρα δώθε στην Πάτρα, ακούγοντας μουσική και καπνίζοντας – ήταν τέλειο. Τα βράδια που δεν είχα όρεξη να δω καν άνθρωπο, θα τα περνούσα στο αυτοκίνητο, εξερευνώντας κωλόδρομους στα χωριά έξω απ’ την Πάτρα και ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.

Μέσα σε αυτοκίνητα, στο κάθισμα του οδηγού, έχω επικοινωνήσει με ανθρώπους πιο ειλικρινά, πιο ευάλωτα ίσως, απ’ ότι σε κάθε άλλη κατάσταση. Άλλες φορές όντας στη θέση αυτού που πληγώνει και άλλες στη θέση αυτού που πληγώνεται. Κάποιες, πιο σπάνιες, συνοδηγός και οδηγός ήμασταν και οι δύο πληγωμένοι. Αμέτρητα χιλιόμετρα με απόλυτη σιωπή που λέει περισσότερα απ’ ότι θα μπορούσαν να πουν λόγια, με δάκρυα που άλλες φορές συγκρατούνται και άλλες ούτε καν, ατέλειωτες ώρες με τη μηχανή στο ρελαντί και τα αλάρμ αναμμένα, πάνω σε πεζοδρόμια, σε στενά, σε πάρκινγκ, να προσπαθώ κάπως να φτιάξω χρόνο, να διορθώσω με λόγια πράγματα και καταστάσεις, να προσπαθώ να αντιστρέψω την πορεία των πραγμάτων, βασικά να αντιστρέψω την εντροπία. Τελικά, κουτσά στραβά, έμαθα και κάτι μετά από σχεδόν μια δεκαετία στο φυσικό, κι αυτό ήταν μάλλον το πιο σημαντικό: κάθε κλειστό σύστημα οδεύει, αναπόφευκτα, προς την κατάρρευση και την αταξία. Όπως κι ένα αυτοκίνητο, το οποίο όσο και να προσπαθήσεις, κρατώντας διπλάσια απόσταση απ’ τα άλλα παρκαρισμένα, κλείνοντας τους καθρέφτες, αποφεύγοντας παρκάρισμα σε στενά και γωνίες, αποφεύγοντας λακούβες και λοιπές κακοτεχνίες, ότι κι αν κάνεις, δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγεις τα σημάδια του χρόνου και της χρήσης από πάνω του. Ίσως έτσι γίνεται και με τους ανθρώπους. Όπως, όσο και να βρίσεις και να κοπανήσεις το τιμόνι δεν θα φέρει πίσω το σπασμένο καπάκι του καθρέφτη σου, αντίστοιχα, όσο και να κλάψεις, και να φωνάξεις, δεν γίνεται να κάνεις κάποιον που δεν σε αγαπάει πια να σ αγαπήσει ξανά.

Για ένα πράγμα είμαι τελικά σίγουρος: ότι δεν μετανιώνω ούτε λεπτό για κάθε ένα απ’ αυτά τα χιλιόμετρα, για κάθε καμένο λίτρο βενζίνης, για κάθε γρατζουνιά, για κάθε μποτιλιάρισμα, για κάθε σκασμένο λάστιχο, για κάθε εκατομμυριοστό ενός βαθμού Κελσίου που μπορεί να αύξησα την θερμοκρασία του πλανήτη, για κάθε στενάχωρη στιγμή. Για τίποτα απ’ όλα αυτά.


Όλη μου την ζωή θα την περάσω σ’ ένα αυτοκίνητο. Κι αυτό είναι με κάποιον τρόπο, ανακουφιστικό.



“I asked the painter why the roads are colored black
He said, "Steve, it's because people leave
And no highway will bring them back."


No comments:

Post a Comment