Wednesday, September 13, 2017

memories of green

 Image result for blade runner newspaper


 Έχουν περάσει σχεδόν δέκα μήνες απ' όταν έσπασα το ισχίο μου ("διατροχαντήριο κάταγμα του μηριαίου οστού"). Ήταν 1η Δεκέμβρη, είχα ξυπνήσει αργά, βιαζόμουν και τελικά γλίστρησα στο ντους, καθώς ετοιμαζόμουν να πάω για την πιο inconsequential δουλειά στον κόσμο. Το ίδιο βράδυ, είχα αγοράσει εισιτήρια για το Plissken festival, στο οποίο όπως είναι προφανές δεν πήγα. Ποτέ στην ζωή μου δεν είχα σπάσει κάτι, ούτε καν ράμματα δεν είχα κάνει όπως τα περισσότερα παιδιά. Για την ακρίβεια, έχω βρεθεί σε νοσοκομείο μονάχα ως επισκέπτης. Η πρώτη φορά που βρέθηκα όμως ήταν σε αρκετά μικρή ηλικία.

 Όταν μέναμε στην Κυψέλη, εποχές δημοτικού, έπαιζα ένα βράδυ 'σχολείου' με την αδερφή μου στο μικρό σαλόνι του διαμερίσματος, όπου τον χώρο καταλάμβανε ένα μεγάλο σιδερένιο χαμηλό τραπέζι. Δεν θυμάμαι ακριβώς την αλληλουχία των γεγονότων, αν και θυμάμαι σχεδόν όλες τις περιφερειακές λεπτομέρειες από εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι την ελαφρώς ανοιχτή μπαλκονόπορτα με θέα την Σπετσών, το ότι είχε λίγη ψύχρα, θυμάμαι το φωτιστικό στο γραφείο του πατέρα μου δίπλα στο σαλόνι με την πορτοκαλί του χροιά (όλες οι αναμνήσεις μου από εκείνα τα χρόνια έχουν αυτή την πορτοκαλί χροιά, τύπου θερμό λευκό, που βρίσκει κανείς μερικές φορές σε φωτογραφίες της δεκαετίας του '80). Θυμάμαι την τηλεόραση Nordmende να παίζει κάτι εντελώς βαρετό. Θυμάμαι την νυχτικιά που φορούσε η μητέρα μου όταν ήταν στο σπίτι. Και θυμάμαι πως, σε απειροελάχιστο χρόνο, η αδερφή μου γελώντας, έχασε την ισορροπία της και χτύπησε με δύναμη το κεφάλι της σε μία από τις αιχμηρές γωνίες του τραπεζιού. Θυμάμαι ουρλιαχτά και φωνές, κάποια από αυτά δικά μου. Θυμάμαι να βλέπω αίμα να τρέχει για πρώτη φορά, από το φρύδι της αδερφής μου (πραγματικά θαύμα το πως για μερικά χιλιοστά δεν έχασε το μάτι της). Θυμάμαι την πανικοβλημένη μητέρα μου να τρέχει πέρα δώθε στο σπίτι, πιάνοντας το ακουστικό του τηλεφώνου και κατεβάζοντάς το, μη ξέροντας τι να κάνει πρώτα.

 Τελικά ντυθήκαμε (βλ. φορέσαμε μπουφάν και παπούτσια) σε χρόνο dt, η μητέρα μου νομίζω ήταν με τις παντόφλες ακόμα και βγήκαμε στην Σπετσών για να πάρουμε ταξί για το νοσοκομείο. Μου φαινόταν περίεργο που ήμασταν με τις πυτζάμες μας ουσιαστικά εκτός σπιτιού. Μια έκτακτη, ασυνήθιστη κατάσταση. Ο πατέρας μου ήταν σε δουλειά και δεν είχε μάθει τίποτα ακόμα, οπότε το πλάνο ήταν να μας συναντήσει εκεί. Δεν θυμάμαι σε ποιο νοσοκομείο πήγαμε, αλλά θυμάμαι κι απο εκεί σχεδόν τα πάντα, με απίστευτη λεπτομέρεια. Το πεθαμενιάρικο πράσινο στους τοίχους, τις πλαστικές καρέκλες αναμονής, τους ηλικιωμένους ασθενείς με απλανή βλέμματα σε ράτζα στους διαδρόμους, τις πόρτες που ανοιγόκλειναν όπως η πόρτα των σαλούν στο Λούκυ Λουκ. Αλλά αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από οτιδήποτε άλλο, και πραγματικά δε πιστεύω ότι θα το ξεχάσω ποτέ μου, ήταν η ανατροφοδοτούμενη απελπισία που ένιωθα εκείνες τις ατέλειωτες ώρες στα επείγοντα, όπου πίσω από μια πόρτα σαλούν, μακριά απ' τα βλέμματά μας, η αδερφή μου έκανε ράμματα στο φρύδι της. Θυμάμαι τον φόβο του τι μπορεί να λαμβάνει χώρα πίσω απ' αυτή την πόρτα, και σχεδόν μπορώ ν' ακούσω ακόμα και τώρα στο κεφάλι μου το κλάμα της που σήκωνε ολόκληρη την πτέρυγα. Στα μάτια μου τότε, όλο αυτό ήταν ένα εφιαλτικό βασανιστήριο το οποίο δεν έλεγε να τελειώσει και στο οποίο ήμουν απλός θεατής.

 Εν τέλει όλα πήγαν καλά, το τράυμα ήταν αρκετά πιο light απ' ότι φαινόταν αρχικά (αλλά μιλάμε για πολύ αίμα ρε παιδί μου!) και το ίδιο βράδυ, γυρίσαμε στο σπίτι. Από τότε, έχω επισκεφθεί αρκετά νοσοκομεία, πάντα σε ρόλο σαπορτ. Ποτέ δεν έχω καταφέρει όμως να τα απομυθοποιήσω - πάντα μου φέρνουν μια αρκετά έντονη, άσχημη αίσθηση, όπως και σε πολύ κόσμο φαντάζομαι. Μπαίνοντας σε ένα νοσοκομείο αρχίζω να νιώθω περίεργα ακόμα και σωματικά - σαν να παίζει κάτι πολύ λάθος για το οποίο θα χρειαστεί να ξαναέρθω σύντομα όχι σαν επισκέπτης, αλλά ως ασθενής. Για αρκετά χρόνια, ένα απ' τα βασικά μου άγχη ήταν το γιατί και πως θα καταλήξω - αναπόφευκτα - σε νοσοκομείο. Τελικά, στην ηλικία των 32, έκανα το μεγάλο αυτό βήμα - και με χειρουργείο την ίδια μέρα. Ακόμα και τώρα, όλο εκείνο το 24ωρο και τα 3-4 που ακολούθησαν, μου φαίνονται σαν κάποιο περίεργο όνειρο. Αλλά γι' αυτή την οριακά εξωσωματική εμπειρία θα γράψω κάποια άλλη στιγμή.

 Αυτή τη στιγμή στο δεξί μου μηριαίο οστό υπάρχει ένας 'σύνδεσμος γάμμα', μια λάμα ουσιαστικά μέσα στο κόκκαλο ("μηχανισμός στήριξης" - πόσο αστείο ακούγεται out of context) και μερικές βίδες που την κρατάνε στην θέση της. Πολλές φορές μέσα στη μέρα ξεχνάω ότι υπάρχει καν. Οι ουλές της εγχείρησης έχουν υποχωρήσει αρκετά. Αρκούν όμως μερικές συγκεκριμένες κινήσεις για να θυμηθώ ότι υπάρχει κάτι εκεί που δεν υπήρχε πριν. Μερικές φορές, νιώθω έναν πολύ έντονο πόνο στο γόνατο - το οποίο απ' ότι φαίνεται είναι γενικά σε άριστη κατάσταση - ο οποίος με κάνει να κουτσαίνω αισθητά. Ο γιατρός μου λέει πως ίσως κάποια από τις βίδες βρίσκει σε νεύρο, το οποίο μεταφέρει εκεί την αίσθηση πόνου. Στον ύπνο, το να γυρίσω σε δεξιά πλευρά παραμένει πολύ ενοχλητικό, ευτυχώς όμως μπορώ να κοιμηθώ στο πλαι προς τ' αριστερά χωρίς καμία ενόχληση. Ορισμένες φορές, κάποια απλά πράγματα με αγχώνουν, μιας και νιώθω πως το πόδι μου μπορεί να μην με κρατήσει. Αλλά το πιο εκνευριστικό όλων είναι ο πόνος στο γόνατο, που είναι σαν μια δυσάρεστη έκπληξη που παραμονεύει 24/7 και μπορεί να σκάσει στην χειρότερη δυνατή στιγμή. Αναγκαστικά, θα πρέπει να κάνω μερικούς μήνες υπομονή ακόμα μέχρι να γίνει αφαίρεση του μηχανισμού στήριξης, πράγμα που ο γιατρός πιστεύει πως θα εξαλείψει όλες αυτές τις ενοχλήσεις κι αυτόν τον γαμημένο πόνο.

 Για κάποιο περίεργο λόγο, νιώθω πως οι μήνες αυτοί πέρασαν υπερβολικά γρήγορα. Για την ακρίβεια, το τραύμα, η εγχείρηση, η περίοδος ανάρρωσης κοκ. μου φαίνονται σαν πολύ παλιά γεγονότα. Πριν κάποιες μέρες, ανακοινώθηκε το lineup του φετινού Plissken, και, σχεδόν από πείσμα, έκλεισα πάλι εισιτήριο - ίσως ένας χαζός τρόπος να πω στο σύμπαν, 'bring it on!'. Μόνο που, αυτή τη φορά, έκλεισα ένα, μόνο για μένα. Δεν μου φαίνεται περίεργο ή έστω άσχημο να πάω μόνος - έτσι κι αλλιώς στα ηβεντς αυτά, πάντα πετυχαίνεις γνωστούς και φίλους. Αλλά, όπως και πέρυσι, θα ήθελα να πάω μαζί με τον άνθρωπό μου, ο οποίος, περίπου όπως η τρομακτικά έντονη ανάμνηση του τραύματος, κάπως υποχωρούσε σταδιακά αυτούς τους μήνες, απομακρυνόταν, μέχρι που μια μέρα απλά δεν ήταν πια εκεί.

 Η αλήθεια είναι πως, αρχικά, σκέφτηκα να κλείσω και πάλι δυο εισιτήρια, ίσως γιατί στην πραγματικότητα είμαι αισιόδοξος, με έναν σχεδόν αφελή τρόπο. Ότι με κάποιο τρόπο, στο τέλος πάνε όλα καλά και κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο. Αλλά αν κατάλαβα όλο αυτό το διάστημα της σταδιακής ανάρρωσης κάτι, είναι πως, ότι κι αν κάνει κάποιος, όσο και να προσπαθήσει να φέρει το σύμπαν στα μέτρα του, να ωθήσει τα πράγματα να πάνε όπως θέλει, να αντιστρέψει την εντροπία με κάποιον τρόπο, αργά η γρήγορα θα καταλάβει πως εν τέλει δεν μπορεί από μόνος του να διορθώσει κάθε κατάσταση, δεν γίνεται να τα ελέγξει όλα, ειδικά όταν περιλαμβάνεται και κάποιος άλλος άνθρωπος στην εξίσωση. Εν τέλει ότι και να κάνεις, ή να πεις, ή να εκφράσεις τέλος παντων, δεν γίνεται να αλλάξεις ριζικά την πραγματικότητα, όταν αυτή δεν συμφωνεί μαζί σου.

 Τον τελευταίο μήνα τριγυρίζει στο κεφάλι μου συνεχώς το Blade Runner του Ridley Scott. Ίσως επειδή εδώ και καιρό σκέφτομαι καταστάσεις και πράγματα απ' την παιδική μου ηλικία, σαν αυτό παραπάνω, η οποία στο μυαλό μου έχει κάτι ταυτόχρονα φουλ 80ς αλλά και κάπως απροσδιόριστο χρονικά, περίπου σαν το Λος Άντζελες του 2019. Αυτό το μείγμα neon, πολυκοσμίας, βαβούρας και synths του Βαγγέλη, μου βγάζει μια απίστευτα έντονη μελαγχολία - συγχωρέστε μου την υπερβολή, αλλά κάθε φορά που την βλέπω νιώθω σχεδόν όπως όταν πετυχαίνω οικογενειακή φωτογραφία απ' τα 80ς σε κάποιο συρτάρι, τίγκα στον κόκκο και τις in your face αποχρώσεις, κάπως σαν τις πόλαροιντ που βρίσκει ο Deckard στο διαμέρισμα της Zora.

 Νομίζω πως το Blade Runner ήταν η πρώτη ταινία που είχα δει μικρός που ανήγαγε το ζήτημα των αναμνήσεων σε μείζον plot point - και επειδή ακριβώς απ' την μέρα του ατυχήματος νιώθω να βυθίζομαι όλο και περισσότερο σε παλιές αναμνήσεις, ίσως γι' αυτό το λόγο μου βγήκε μετά από καιρό να ασχοληθώ, σε επίπεδο μονομανίας, πάλι με την ταινία αυτή. Ένα απ' τα πρώτα 'άγχη' που θυμάμαι να μου σκάνε μικρός, όταν άρχισε η μάλλον ανθυγιεινή σχέση μου με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αφορούσε την συλλογή εμπειριών, σημαντικών και μη: όλα αυτά που βλέπει κανείς, που ακούει, που βιώνει, που νιώθει, αποθηκεύονται στο μυαλό του και μόνο εκεί - zero backup - και όταν σταματήσει να υπάρχει, όλα αυτά χάνονται για πάντα. Μερικές φορές πιστεύω πως δεν υπάρχει πιο τρομακτική σκέψη από αυτή. Ίσως το μόνο πράγμα που έχει κανείς, εννοώ που είναι ολοδικό του και μόνο δικό του, είναι οι αναμνήσεις του - αλλά κι αυτές ακόμα, οι πιο έντονες, όσο καλά αποθηκευμένες και να είναι, όσο ασφαλείς και να νιώθεις πως δεν θα τις χάσεις ή πως θα 'χαλάσουν' ποτέ, μπορούν τελικά να επηρεαστούν από συνθήκες και γεγονότα κατόπιν εορτής· κι αν όχι να χαθούν οι ίδιες, να χάσουν το στοιχείο που τις έκανε τόσο ιδιαίτερες και πολύτιμες in the first place, να γίνουν ένα μ' ένα τεράστιο σωρό άλλες. Kinda like tears in rain.