Tuesday, November 7, 2017

life and limb



Σε 23 μέρες περίπου θα έχει κλείσει ένας χρόνος απ' όταν γλύστρησα στο ντους κι έπεσα πάνω στη γωνία του σκαλοπατιού του, σπάζοντας τον τροχαντήρα του δεξιού μοιριαίου οστού μου. Το χτύπημα συνοδεύτηκε από νερά να πετιούνται παντού κι ένα απαίσιο, υγρό 'κλατς',το οποίο εκ των υστέρων θα ορκιζόμουν πως εμπεριείχε και τον ήχο του οστού που ραγίζει. Ο πόνος ήταν κάτι πρωτόγνωρο, και οι πρώτες απόπειρες να σηκωθώ ανταμείφθηκαν γρήγορα με περαιτέρω γλυστρήματα, στα οποία κατάφερα να δημιουργήσω μελανιές σε όλα τα σημεία του σώματός μου απ' τον λαιμό και κάτω. 

Μετά την αρχική αναμπουμπούλα και το σοκ, καθώς η ένταση του πόνου έγινε σαφής, συνειδητοποίησα πως αν δεν καθόμουν να ηρεμήσω και να σκεφτώ λίγο την κατάσταση, θα έκανα τα πράγματα χειρότερα (όπως γίνεται πάντα, εξάλλου). Αρχικά άφησα το ζεστό νερό να τρέξει πάνω μου και επεξεργάστηκα τα δεδομένα - θα μπορούσα να περιμένω απλά μέσα στο ντους μέχρι να έρθει κάποιος; Όχι, γιατί αυτό μπορεί να ήταν αρκετά 24ωρα μετά. Έπρεπε να καταφέρω να φτάσω το τηλέφωνο. Και για να το κάνω αυτό, έπρεπε να βγω από το ντους - το οποίο έχει ένα αρκετά μεγάλο σκαλοπάτι. Όσο το σκεφτόμουν τόσο συνειδητοποιούσα πως το σκαλοπάτι του ντους θα ήταν, ίσως, το δυσκολότερο μέρος της διαδικασίας.

Ήξερα πως το δεξί μου πόδι ήταν οριακά παντελώς άχρηστο - η παραμικρή κίνηση ή φόρτιση έστελνε απίστευτους κεραυνούς πόνου μέχρι τη σπονδυλική μου στήλη. Αποφάσισα πως ένα καλό υποκατάστατο θα ήταν - θα γινόταν δηλαδή, κιας μην ήταν - το κουρτινόξυλο της κουρτίνας του μπάνιου, το οποίο είναι φτιαγμένο από αλουμίνιο οπότε μάλλον η λέξη κουρτινόξυλο είναι λάθος στην προκειμένη περίπτωση, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα κάποια καλύτερη.

Η κουρτίνα είχε ήδη ψιλοκαταρρεύσει, μιας όπως κάθε σωστός μαλάκας που γλυστρά στο μπάνιο, ενστικτωδώς προσπάθησα να κρατηθώ από αυτήν όταν συνειδητοποίησα ότι πάει, πέφτω. Φυσικά ξεχαρβαλώθηκε και αφού έπεσα, ήρθε και με μισοκάλυψε σαν σεντονάκι.

Με το κουρτινόξυλο σαν αυτοσχέδιο μπαστούνι λοιπόν, και μετά από πάρα μα πάρα πολλές προσπάθειες, στις οποίες συνειδητοποιούσα με trial and error ποιες κινήσεις μπορούσα να κάνω και ποιες όχι (hint: μπορούσα 3 το πολύ), κατάφερα να περάσω το γαμημένο σκαλοπάτι του ντους και να ξανακαταρρεύσω - ελεγχόμενα - στο πάτωμα του μπάνιου.


Θυμίζω πως ήταν 1η Δεκέμβρη, 10:30 το πρωι περίπου και η θερμοκρασία ήταν η γνώριμη θερμοκρασία δωματίου σε παλιά Αθηναική πολυκατοικία που τελευταία φορά που εφοδιάστηκε με πετρέλαιο ήταν επί υπουργείας του Π. Παυλόπουλου. Το πάτωμα του ντους ήταν σαν παγοδρόμιο κι εγώ ήμουν γυμνός, βρεγμένος και γεμάτος αφρούς. 

Τη λύση έδωσαν δύο πετσέτες μπάνιου, τις οποίες άπλωσα στο πάτωμα και σύρθηκα πάνω τους, χρησιμοποιώντας τες σαν buffer ανάμεσα σε μένα και το παγωμένο πάτωμα αλλά και για μεγαλύτερη ευκολία στο γλίστρημα. Γιατί πλέον ήξερα πως ο μόνος τρόπος να φτάσω στο κινητό-άγιο δισκοπότηρο ήταν γλιστρώντας σαν φώκια μέχρι το σαλόνι όπου βρισκόταν.

Χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια και λίγο το αριστερό μου πόδι, μιας και ακόμα και ελάχιστη κίνηση του προκαλούσε τρομερό πόνο στο λαβωμένο δεξί, κατάφερα να βγω από το μπάνιο. Οι κάσες στις πόρτες έγιναν οι καλύτεροί μου φίλοι, όπως επίσης και το κοντάρι της σφουγγαρίστρας η οποία για καλή μου τύχη ήταν ακριβώς έξω απ’ το μπάνιο. Βάζοντάς την κόντρα στον τοίχο, την χρησιμοποιούσα σαν μοχλό για να μπορέσω να συρθώ λίγο παραπέρα.

Όταν, μετά από αρκετή ώρα και αμέτρητα γαμωσταυρίδια έφτασα στο σαλόνι, συνειδητοποίησα δύο πράγματα: πως είχα ξεχάσει την τιβι ανοιχτή κι έπαιζε Μπουζδούκου και πως το κινητό μου ήταν στα 3-4 μέτρα μακριά από μένα. Είχα πλέον ξεπαγιάσει, έτρεμα κυριολεκτικά και είχα αρχίσει να εξαντλούμαι. Το δεξί μου πόδι πλέον έστελνε ηλεκτροσοκ πόνου με την παραμικρή μου κίνηση, σε βαθμό που για λίγο φοβήθηκα πως θα λιποθυμούσα και θα έβρισκαν το πτώμα μου μετά από καμια βδομάδα σε αυτή την κατάσταση, απορώντας τι στην ευχή έκανα γυμνός με κάτι πετσέτες και μια σφουγγαρίστρα στο πάτωμα του σαλονιού.

Θυμάμαι να σκέφτομαι, ‘α, εχω ενεργό το ‘okay google’ στο κινητό, ίσως πιάσει αν φωνάξω δυνατά και μπορέσω να καλέσω βοήθεια με φωνητική εντολή!’. Φευ, η αναγνώριση φωνής του κινητού δεν είχε καμία ελπίδα μπροστά στην επική ανταπόκριση απ’ την Βουλή του Αντώνη Αντζολέτου που έπαιζε παράλληλα στην τιβί. Για ώρα φώναζα σαν ηλίθιος ‘OK GOOGLE! OK GOOGLE ΓΑΜΩ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ’, χωρίς αποτέλεσμα.

Ο καναπές και το κινητό, που ήταν ακουμπισμένο πάνω του,  ήταν πλέον λίγα συρσίματα μακριά. Η λύτρωσή μου πλησίαζε. ‘Δεν είναι τίποτα’, σκέφτηκα, ‘μόνο 3-4 ακραίοι πόνοι, και τέλος – προσπάθησε να το εκλογικεύσεις, δεν είναι τίποτα’. Αλλά πραγματικά δεν μπορούσα να κουνηθώ, καθώς όταν πήγαινα να συρθώ σκεφτόμουν το αναπόφευκτο κύμα πόνου κι έλεγα ‘μμμμ ναι, όχι τώρα, σε λίγο’. Και περνούσε η ώρα.

Σε μια φάση, κοιτάζοντας τριγύρω, συνειδητοποίησα πως το ασύρματο σταθερό ήταν πολύ πιο κοντά απ’ το κινητό μου. Προσπάθησα να το φτάσω, αλλά με μια παραίτηση, σα να ήξερα με κάποιο τρόπο πως δεν ήταν καλή ιδέα. Τελικά όντως δεν ήταν – το τηλέφωνο δεν είχε dialtone και μου πήρε λίγο να θυμηθώ πως το είχα αποσυνδέσει μιας και ενίοτε έριχνε κατά λίγα Mb την VDSL – κι εξάλλου, ποιος χρησιμοποιεί σταθερό πλέον στις μέρες μας;

Κινητό λοιπόν, η μόνη διέξοδος απ’ αυτή την κωλοκατάσταση. ‘Έφαγες τον γάιδαρο, έμεινε η ουρά’ σκέφτηκα – πλέον επίσης ξεπάγιαζα και στον καναπέ υπήρχε μια λεπτή κουβέρτα – και ξεκίνησα το τελευταίο σκέλος της διαδρομής. Όταν πιάστηκα απ’ τον καναπέ ένιωσα σαν ναυαγός που βρίσκει ξύλινη πόρτα να επιπλέει στον ωκεανό.  Έπιασα το κινητό και ξαφνικά μου έσκασε μια περίεργη αίσθηση, σαν όλα αυτά που είχαν συμβεί απ’ όταν μπήκα για ντους να ήταν κάτι σαν ταινία, σαν να συνέβαιναν αυτά σε κάποιον άλλο. Αυτή η αίσθηση τελικά μου έμεινε για μέρες.

Το ρολόι του κινητού με ενημέρωσε πως είχαν περάσει περίπου δυομιση ώρες απ’ όταν είχα μπει για ντους. Παραδόξως, μου φάνηκαν λίγες. Ξαφνικά, οι αμέτρητες δυνατότητες του σμαρτφοουν που είχα στα χέρια μου στην συγκύρια αυτή μ’ έκαναν να σκαλώσω – ποιον να έπαιρνα τηλέφωνο για βοήθεια; Αρχικά πάντως τηλεφώνησα στην δουλειά για την οποία ετοιμαζόμουν όταν έγινε η στραβή και την ακύρωσα με κάτι οριακά αστείο του στυλ ‘συγνώμη αλλά είχα ένα μικρό ατύχημα, μπορούμε να το προγραμματισουμε για κάποια άλλη στιγμή;’

Στη συνέχεια κάλεσα τους δικούς μου, οι οποίοι έχουν ένα αντίγραφο των κλειδιών μου και θα μπορούσαν να ανοίξουν την εξώπορτα, γιατί εγω για κανένα μα κανέναν λόγο δε θα μετακινόμουν απ’ τον καναπέ. Η ανακούφιση που μου έδωσε το κινητό στα χέρια σε συνδυασμό με την στήριξη σώματος και την θαλπωρή (λέμε τώρα) της κουβέρτας το έκαναν το αγαπημένο μου μέρος στον κόσμο. Πραγματικά θα μπορούσα να ζήσω εκεί. Αν η εξώπορτα δεν ξεκλείδωνε για κάποιο λόγο, τότε θα έπρεπε να την σπάσουν με τσεκούρι σαν τον Νίκολσον στο Shining. Εγω δεν το κούναγα κα-θο-λου.

Τελικά μετά από λίγη ώρα έφτασαν οι δικοί μου, οπου και συνειδητοποίησαν, όπως κι εγω, πως ότι κι αν έπαθα με το πέσιμο δεν ήταν απλό. Η μετακίνησή μου ήταν αδύνατη – και ο μόνος τρόπος να παω στο νοσοκομείο ήταν με καροτσάκι και ασθενοφόρο, γεγονός το οποίο με άγχωνε για πολλούς λόγους, με πιο ηλίθιο το ότι – πέρα απ’ τους γονείς μου που ήδη είχαν γυρίσει περα δώθε όλο το σπίτι χωρίς να έχουν βγάλει τα παπούτσια τους στην είσοδο όπως απαιτώ από επισκέπτες - θα περπατούσαν στο πεντακάθαρό μου πάτωμα και ένας δυο άσχετοι τραυματιοφορείς με τα βρωμερά παπούτσια τους.

Όντως, μετά από κάποια ώρα στην οποία οι γονείς μου κατάφεραν να με ντύσουνν στοιχειωδώς, συνοδεία μπινελικίων και ιαχών πόνου,  ήρθαν δύο τύποι, με φόρτωσαν στο καροτσάκι και με πήγαν βόλτα μέσω του ασανσέρ κάτω στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου βρισκόταν το ασθενοφόρο. Έτσι όπως καθόμουν στο καροτσάκι με θυμάμαι να κοιτάζω έντονα τα πόδια μου, μιας και είχα τρομερό φόβο πως μπορεί ν’ ακουμπήσει κάπου η πατούσα του χτυπημένου ποδιού και να παραλύσω από πόνο. Καθώς με φόρτωναν σηκωτό ουσιαστικά στο ασθενοφόρο, παρατήρησα πως δίπλα στην πόρτα του οδηγού υπήρχε μια κουράδα σκύλου, μισοπατημένη. Ήμουν σίγουρος πως κάποιος από τους δύο τραυματιοφορείς την είχε πατήσει – και μετά περπάτησε στο πάτωμά μου. Αυτό το άγχος ήρθε για να προστεθεί σαν έξτρα φέτα σαλαμάκι στο ήδη υπάρχον πολυεπίπεδο σάντουιτς δυσφορίας.

Για την ακρίβεια, το άγχος αυτό έμεινε σε μια γωνία του κεφαλιού μου για πολύ καιρό – παρέμεινε και μετά απ’ το χειρουργείο, μετά τις πρώτες μετεγχειρητικές νύχτες πόνου, τα κατουρήματα σε πάπια, τις ενδοφλέβιες παυσίπονων, τις αμέτρητες γαμημένες αντιπηκτικές ενέσεις στην κοιλιά, την πρωτόγνωρη αίσθηση ξένου σώματος (λάμα και βίδες) στο πόδι μου, το πρώτο περπάτημα με τη βοήθεια του πι, τον πρώτο ύπνο σε κανονικό κρεβάτι, το πρώτο τσιγάρο, το πρώτο μη νοσοκομειακό φαγητό, παρέμεινε πολύ μετά απ’ όλα αυτά. 

Όταν, μετά από έναν μήνα περίπου, λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, επισκέφθηκα το σπίτι μου, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω το πάτωμα δύο φορές. Μπορούσα να μετακινηθώ μόνο με το πι σ’ εκείνη την φάση, οπότε η όλη διαδικασία μου πήρε σχεδόν μισή μέρα και έφτασε στα όρια το χειρουργημένο πόδι, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να διώξω αυτό το άγχος απ’ το κεφάλι μου, διότι αυτό το άγχος μερικές φορές φαντάζει πιο επειγον κι αφόρητο από οποιοδήποτε σπάσιμο. Μετά την φασίνα πήρα ένα Lonarid με ευλογημένη κοδείνη, έκατσα στον καναπέ με το πι δίπλα μου για παρέα κι έστριψα και κάπνισα ένα απολαυστικότατο τσιγάρο.

Αυτό που δεν ήξερα τότε, ήταν πως σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, αν έκανα μια κατάταξη ζοφίλας, η όλη αυτή ταλαιπωρία θα ήταν μάλλον το λιγότερο άσχημο πράγμα που μου έτυχε αυτή τη χρονιά. Τουλάχιστον απ’ αυτό κέρδισα μια πρωτότυπη και – ας μη γελιόμαστε, λίγο αστεία, από κάποια οπτική – ιστορία. Εξάλλου, πόσους έχετε ακούσει να λένε για το πως έσπασαν χέρι/πόδι με μηχανή/κάνοντας σκι/κάνοντας σκεητ/ή κάτι εξίσου εξτρήμ και πόσους για το πως έσπασαν το πόδι τους στο γαμημένο ντους; Μακάρι και τα υπόλοιπα στραβά του 2017 να ήταν πρωτότυπα ή έστω και λίγο αστεία – αλλά δεν είναι.

Ας τελειώσει λοιπόν αυτή η χρονιά να τελειώνουμε.