Saturday, December 31, 2022

the greatest lie



Μερικές φορές, όταν κοιτάζω την λιγοστών μηνών ανιψιά μου, σκέφτομαι πως η μεγαλύτερη απάτη, το πιο τρανταχτό ψέμα που άκουσα ποτέ στη ζωή μου, το άκουσα όταν ήμουν μικρός, όπως φαντάζομαι και πολλοί άλλοι: παραπάνω από ένα άτομο είχε το θράσος τότε να μου πει -για την ακρίβεια όχι απλά να μου πει, αλλά να με διαβεβαιώσει- ότι τα πράγματα αλλάζουν όταν μεγαλώνει κανείς, κι ότι με την πάροδο του χρόνου βιώνουμε όλα τα συναισθήματα και τις εμπειρίες διαφορετικά, κι ότι δεν αλλάζει μόνο ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, αλλά αντίστοιχα και ο τρόπος με τον οποίο μας αντιλαμβάνεται και μας αντιμετωπίζει κι ο υπόλοιπος κόσμος.

Όμως είναι προφανές, για οποιονδήποτε έχει στοιχειώδη αντίληψη της πραγματικότητας, ότι αυτό δεν ισχύει. Όσο νοσηρό κι αν ακούγεται, η ζωή μετά τα πρώτα δέκα έτη ύπαρξης πάνω σ’ αυτόν τον βράχο είναι μια ατέρμονη επανάληψη των ίδιων ακριβώς εμπειριών, αλλά μέσα σε ολοένα και πιο περίπλοκα -και ταυτόχρονα αφαιρετικά- πλαίσια. Σίγουρα, οι λεπτομέρειες, τα γύρω-γύρω αλλάζουν. Αλλά τα συναισθήματα στη βάση τους -ο τρόπος που τα βιώνουμε, οι άφιλτρες πτυχές τους, το πιο σημαντικό πράγμα δηλαδή, παραμένουν τα ίδια, όσα χρόνια και να περάσεις προσπαθώντας να τα καμουφλάρεις περίτεχνα με την αφόρητη επιτέλεση της ενηλικίωσης. Και εξηγούμαι:

Αυτός ο τόσο ιδιαίτερος συνδυασμός αποστροφής και απελπισίας, μαζί με τον πονόκοιλο και την ζαλάδα στα πρωινά ξυπνήματα για σχολείο, είναι ίδιος κι απαράλλαχτος μ’ αυτόν που νιώθω και σήμερα, 30 χρόνια αργότερα, όταν έχω ξύπνημα για να κάνω μια επαγγελματική αγγαρεία. Αυτή η γλυκόπικρη μελαγχολία τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν ο ήλιος πέφτει κάθετα και δεν υπάρχει σκιά πουθενά ούτε για δείγμα, κι όλοι κοιμούνται και δεν κουνιέται φύλλο, είναι το ίδιο έντονη σήμερα, όπως ήταν και τότε, που περίμενα να περάσει η ώρα και να ξυπνήσουν οι μεγάλοι και διώξουν αυτό το απροσδιόριστο συναίσθημα επερχόμενης καταστροφής. Αυτό το συνονθύλευμα απορίας, έκπληξης και σχεδόν παραλυτικής ενοχής όταν με επέπληττε κάποιος ενήλικας για κάτι που δε θα περνούσε καν απ’ το μυαλό μου ότι θα μπορούσε να ενοχλήσει κάποιον, ή για κάποιο λάθος που δεν μου είχε κάνει ποτέ κανείς τον κόπο να μου εξηγήσει γιατί είναι λάθος, είναι κι αυτό ακριβώς το ίδιο, σε υφή και ένταση, τριάντα χρόνια μετά. Η μόνη, ίσως, διαφορά είναι ότι τουλάχιστον στις δεκαετίες που πέρασαν, κατάφερα κάπως να αναπτύξω την ικανότητα να κρατιέμαι και να προσποιούμαι πως όλα είναι εντάξει, μέχρι να γυρίσω σπίτι και να μπορέσω να ξεσπάσω. Αυτός ο σχεδόν απτός, παχύρρευστος σαν μελάσα, πόνος που ένιωθα όταν συνειδητοποιούσα ότι άλλοι άνθρωποι δεν απολάμβαναν την παρέα μου όσο απολάμβανα εγώ τη δική τους, και απομακρύνονταν, για την ακρίβεια η αίσθηση της απώλειας ανθρώπων, της εγγενούς εντροπίας των σχέσεων αν θέλετε, είναι η ίδια, ίσως και περισσότερο έντονη σήμερα, παρά τις τρεις δεκαετίες τις οποίες είχα στη διάθεσή μου να μάθω να τη διαχειρίζομαι.

Όταν ήμουν μικρός, είχα διαβάσει κάπου ότι η μυρωδιά και η γεύση είναι οι δύο αισθήσεις που είναι πιο άρρηκτα συνδεδεμένες με την ανάμνηση. Κι είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ από τότε, απ’ τα πρώτα χρόνια του σχολείου, όποτε ένιωθα στενοχώρια ή/και άγχος για κάτι, πως τα συναισθήματα αυτά παρέμεναν τόσο χαρακτηριστικά και σαφή και παγιωμένα και απαράλλαχτα με τη πάροδο του χρόνου -τουλάχιστον όπως τα αντιλαμβανόμουν -που θα μπορούσαν να είναι γεύσεις ή μυρωδιές κάποιου νοσηρού πιάτου, ενός πιάτου που μπορείς να το καταλάβεις τρία δωμάτια μακριά, με μια κλεφτή μυρωδιά, χωρίς να χρειαστεί να δοκιμάσεις καν μπουκιά, και το οποίο κουβαλά μαζί του τόνους αναμνήσεων, τις οποίες πιτσιλάει εδώ κι εκεί σα κατσαρόλα που βράζει χωρίς καπάκι: ένα best of γαμημένων στιγμών στενοχώριας και άγχους, έτοιμο για επανάληψη σε 2160p/60fps ποιότητα, όποτε δεν είσαι καλά, έτσι για την ποικιλία. Τότε, είχα ακόμα την ελπίδα πως με κάποιον τρόπο, όσο μεγάλωνα, θα άφηνα πίσω μου το εν λόγω πιάτο και τα μπαγκάζια του -ίσως με τον ίδιο τρόπο που με διαβεβαίωναν οι γονείς μου ότι όσο μεγαλώνω, ο ουρανίσκος μου θα εκλεπτισθεί και ωριμάσει, και οι γεύσεις που μ’ εντυπωσίαζαν ως παιδί δε θα μου λένε τίποτα ως ενήλικας (αφήνω τον αναγνώστη να μαντέψει αν αυτό συνέβη τελικά ή όχι).

Όμως να που τελικά το εν λόγω πιάτο είναι ακόμα εκεί αχνίζοντας πάνω στο τραπέζι, το ίδιο γευστικό και μυρωδάτο, 30 χρόνια μετά. Για κάποιους είναι οι μπάμιες, για άλλους οι μελιτζάνες, ή τα μανιτάρια, ή τα φασολάκια, ή δε ξέρω τι -όμως όλοι έχουν ένα φαγητό που μισούσανε ως παιδιά, γνωρίζοντας παράλληλα ότι επρόκειτο να το βλέπουν στο τραπέζι της κουζίνας με αμείλικτη περιοδικότητα, γιατί... έτσι. Κάπως έτσι λειτουργούν λοιπόν κι αυτά τα συναισθήματα, είτε είσαι 10 είτε 40. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν υπάρχει πιο σίγουρο και σταθερό πράγμα στη ζωή απ' τις γαμημένες τις μπάμιες (το γεγονός πάντως ότι ακόμα γκρινιάζω γι' αυτές μάλλον αποδεικνύει και αυτό πόσο λίγο αλλάζουν οι άνθρωποι, τελικά).

Υ.Γ. Στο νηπιαγωγείο ένα πρωινό μας είχαν ταϊσει πορτοκάλι, το οποίο δε μου άρεσε καθόλου. Με ανάγκασαν να το φάω, με αποτέλεσμα να κάνω εμετό, και την επόμενη μέρα η υπεύθυνη του παιδικού σταθμού όχι μόνο μου την είπε και μ' έκανε να νιώσω σκουπίδι (η πρώτη φορά που θυμάμαι να ένιωσα έτσι στη ζωή μου, σα να έγινε αυτό χθες, όχι όμως φυσικά η τελευταία), αλλά με υποχρέωσε να ξαναφάω πορτοκάλι. Δεν έχω ξαναβάλει στο στόμα μου πορτοκάλι από εκείνη τη μέρα, και ούτε πρόκειται -την πορτοκαλάδα τη σουρώνω 3 φορές πριν την πιώ. Μερικές φορές, όταν με παίρνει από κάτω, σκέφτομαι πόσο τέλειο θα ήταν να μπορούσα να κάνω το ίδιο και με γεύσεις σαν κι αυτές που περιγράφω παραπάνω.

1 comment:

  1. Δεν έχω πέος όμως, κακό αυτό

    ReplyDelete